Ο Διονύσης Σαββόπουλος με μια κιθάρα δημιουργούσε ολόκληρους κόσμους, αλλάζοντας την πορεία του ελληνικού τραγουδιού.
του Γιάννη Αλμπάνη στο www.dnews.gr
Υπάρχουν τρεις δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει ένα μεταθανάτιο σημείωμα για τον Διονύση Σαββόπουλο. Ο πρώτος είναι ο προφανής: Να γράψει κανείς για την τεράστια προσφορά του στο ελληνικό τραγούδι. Ο Σαββόπουλος δεν έγραψε μόνο πολλά (εντυπωσιακά πολλά) εξαιρετικά τραγούδια. Άλλαξε την πορεία του ελληνικού τραγουδιού.
Τροβαδούρος των 60’s
Ο Σαββόπουλος υπήρξε ο πρώτος εκπρόσωπος στην Ελλάδα της φολκ/ροκ μπαλάντας που έκανε θραύση στα 60’s. Αν λέγαμε ότι ήταν ο Έλληνας Μπομπ Ντίλαν ή ο Έλληνας Λούτσιο Ντάλα (τον οποίο είχε ως πρότυπο) θα τον αδικούσαμε. Η δουλειά του Σαββόπουλου δεν είχε μόνο μεγάλο βάθος, αλλά και μια ιδιαίτερη ταυτότητα που απέρρεε από τη συνάντηση ενός διεθνούς μουσικού ρεύματος με τη μετεμφυλιακή ελληνική περιπέτεια και τη μουσική παράδοση της χώρας. Η απαράμιλλη δυνατότητα του να πλάθει μαγικές εικόνες με λίγες λέξεις καθώς και οι εξίσου απλές αλλά πολύ όμορφες μελωδίες του δημιούργησαν τραγούδια που εξέφρασαν και διαμόρφωσαν την ευαισθησία της ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας των 60’ς. Αυτή η απλότητα του τραγουδοποιού που με μια κιθάρα δημιουργεί ολόκληρους κόσμους, εγκαινίασε μια μουσική παράδοση που συνεχίζεται ως τις μέρες μας.
Συνήθως λέμε ότι ο Σαββόπουλος υπήρξε ο τραγουδοποιός της γενιάς του ’60. Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές. Ο Σαββόπουλος εξέφρασε το πνεύμα της φοιτητικής αμφισβήτησης της δεκαετίας του 60, των μορφωμένων ριζοσπαστικοποιημένων νέων που ασφυκτιούσαν στη μετεμφυλιακή καχεκτική δημοκρατία (σε αυτήν την «Ελλάδα, ατέλειωτη παράγκα») και στρατεύονταν στην Αριστερά, αλλά δεν ήθελαν «να τους τραβάει το κόμμα από το μανίκι» και συντονίζονταν με το ελευθεριακό πρότυπο ζωής της νεολαίας των δυτικών κοινωνιών. Η Ελλάδα του Σαββόπουλου είναι μια Ελλάδα στο μεταίχμιο μεταξύ του χωροφύλακα και της pop κουλτούρας, είναι η Ελλάδα των συλλογικών οραμάτων αλλά και της προσωπικής χειραφέτησης.
Η «γενιά του Σαββόπουλου» δεν ήταν όλη η «γενιά του ‘60». Ο Θεοδωράκης εξέφρασε με πιο καθολικό τρόπο αυτήν την περίοδο της ελληνικής κοινωνίας. Ο Σαββόπουλος όμως ταυτίστηκε με εκείνη τη νεανική πρωτοπορία που τα επόμενα χρόνια έδωσε τον τόνο στην ελληνική κοινωνία. Η ταύτιση ήταν τόσο ισχυρή που η μετέπειτα μεταστροφή του θεωρήθηκε προδοσία από σημαντικό τμήμα του φανατικού κοινού του, ενώ ένα άλλο μέρος του εξακολούθησε να θεωρεί ότι ο Σαββόπουλος εξέφραζε σταθερά τη διαδρομή «του ’60 των εκδρομέων».
Από την αμφισβήτηση στο συμβιβασμό
Ο δεύτερος δρόμος ενός μεταθανάτιου σημειώματος για τον Σαββόπουλο είναι να σχολιάσει κανείς τον δημόσιο λόγο του. Επί δεκαετίες ο Σαββόπουλος στις εκατοντάδες δημόσιες τοποθετήσεις του δεν μίλησε μόνο για την τέχνη, αλλά για όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν την ελληνική κοινωνία. Για την ακρίβεια, ήταν οι δηλώσεις του για την πολιτική που κατά κύριο λόγο συζητιούνταν, ενώ όσα έλεγε για το τραγούδι πέρναγαν σε δεύτερη μοίρα.
Ο δημόσιος λόγος του Σαββόπουλου εξέφρασε κατεξοχήν το πέρασμα από την αμφισβήτηση και τον αντικονφορμισμό στο συμβιβασμό και τη συντηρητικοποίηση. Το πέρασμα του Σαββόπουλου είχε ολοκληρωθεί ήδη το 1989 και ακολούθησε την ανάλογη διεθνή τάση -παρά την επιμονή του με την ελληνικότητα, ο Σαββόπουλος βρισκόταν πάντοτε σε συντονισμό με τις κυρίαρχες τάσεις της Δύσης.
Το οξύμωρο είναι ότι αν και η συντηρητική περίοδός του υπήρξε μακρύτερη της αντικονφορμιστικής, εντούτοις, ο Σαββόπουλος παρέμεινε σταθερά μια φιγούρα συνδεδεμένη με την Αριστερά. Ό,τι και αν έλεγε, ακόμα και τα τελευταία χρόνια, κρινόταν με βάση το παρελθόν του, τότε που άλλαξε τα πράγματα στο ελληνικό τραγούδι και διατύπωσε έναν εναλλακτικό αριστερό λόγο.
Το βίωμα
Ο τρίτος δρόμος ενός σημειώματος για τον Σαββόπουλο είναι αυτός του προσωπικού βιώματος · του τρόπου που καθένας και καθεμιά μας συνδεθήκαμε με τα τραγούδια του, των αναρίθμητων προσωπικών ιστοριών για την πρώτη φορά που κάποιος άκουσε το «Βρώμικο ψωμί» κι αισθάνθηκε τη ζωή του να αλλάζει ή ένιωσε τη φευγαλέα στιγμή της προσωπικής ευτυχίας του γίνεται τραγούδι στο «Ολαρία, ολαρά». Είναι αυτές οι ιστορίες που κάνουν τον Σαββόπουλο πραγματικά σπουδαίο δημιουργό.









