Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια γυναικολογική πάθηση όπου ιστός παρόμοιος με το ενδομήτριο αναπτύσσεται εκτός της μήτρας, κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς και της λεκάνης. Οι αλλοιώσεις αυτές σχηματίζουν εστίες, οζίδια ή κύστες και εντοπίζονται συχνότερα στο περιτόναιο, στις ωοθήκες, στις σάλπιγγες και στην ουροδόχο κύστη. Η πάθηση επηρεάζει περίπου το 7-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας, αποτελώντας ένα από τα πιο συχνά γυναικολογικά προβλήματα.
Πιθανές αιτίες της ενδομητρίωσης
Η ενδομητρίωση αποτελεί μια πάθηση με ασαφή αιτιολογία, παρά την εκτενή επιστημονική μελέτη. Υπάρχουν, ωστόσο, διάφορες θεωρίες. Μία από αυτές υποστηρίζει ότι υπάρχει κληρονομική προδιάθεση. Άλλη θεωρία αναφέρει ότι κατά την έμμηνο ρύση, κύτταρα του ενδομητρίου παλινδρομούν μέσω των σαλπίγγων και εμφυτεύονται σε περιοχές εκτός της μήτρας. Επιπλέον, διατυπώνεται η άποψη ότι η διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος επιτρέπει στις έκτοπες εστίες να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν.
Συμπτώματα που σχετίζονται με την ενδομητρίωση
Η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει μια σειρά από συμπτώματα, με συχνότερα τα εξής:
- Πόνος κατά ή μετά τη σεξουαλική επαφή
- Έντονος πόνος στην κοιλιακή χώρα κατά την περίοδο (δυσμηνόρροια)
- Χρόνιος πόνος στη λεκάνη ή στην κοιλιά
- Σοβαρή αιμορραγία και πόνος κατά την ούρηση στη διάρκεια της περιόδου
- Γαστρεντερικές διαταραχές
- Αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους
- Υπογονιμότητα
Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, η πάθηση μπορεί να είναι ασυμπτωματική και να εντοπίζεται τυχαία.
Πώς γίνεται η διάγνωση της ενδομητρίωσης;
Η λαπαροσκόπηση θεωρείται η πιο αξιόπιστη μέθοδος διάγνωσης. Μέσω της διαδικασίας αυτής, ο γυναικολόγος μπορεί να παρατηρήσει άμεσα τις εστίες, να εκτιμήσει την έκταση της νόσου και να συλλέξει πολύτιμες πληροφορίες για την επίδρασή της στη γονιμότητα της γυναίκας.
Θεραπευτικές επιλογές για την ενδομητρίωση
Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης εξατομικεύεται ανάλογα με τα συμπτώματα, την ηλικία και τα αναπαραγωγικά σχέδια της γυναίκας.
Για ήπια συμπτώματα, συστήνονται συνήθως αναλγητικά, όπως ιβουπροφαίνη ή ναπροξένη. Σε περιπτώσεις όπου ο πόνος επιμένει και δεν υπάρχει πρόθεση τεκνοποίησης, μπορεί να προταθεί ορμονική θεραπεία με χάπια, ενέσεις ή ρινικά σπρέι.
Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, ιδίως όταν υπάρχει έντονος πόνος ή προβλήματα γονιμότητας, η χειρουργική αντιμετώπιση αποτελεί την πλέον ενδεδειγμένη λύση.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με τον Μαιευτήρα – Χειρουργό Γυναικολόγο Δρ. Νικόλαο Μπάρδη.