Χνούδαλος (διήγημα του Δήμου Χώρου)
Εκείνη την εποχή ζούσαμε σε μια αυλή. Έμοιαζε με εκείνες τις παλιές – τις θυμάσαι πιστεύω – γεμάτες γιασεμιά και κρινάκια που φύτρωναν στα κενά, ανάμεσα στις πέτρινες πλάκες. Εκεί έπαιζαν παιδιά, αδιαφορώντας για τις υπέροχες μυρουδιές που ξεχύνονταν από τα ανοικτά παράθυρα των γυναικών που μαγείρευαν, περνούσαν νωχελικά γατιά που ζητιάνευαν φαΐ, ενοχλώντας τους παππούδες που καθάριζαν τα τσιμπούκια τους. Κάπως έτσι ήταν κι η δικιά μας αυλή, αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα. Έτσι την έβλεπα εγώ, για να αντέξω. Αλλά αυτό είναι μια άλλη φωτεινή ιστορία…
Τότε ήμασταν όλοι μάγκες και μεγάλα αλάνια κι ανάμεσα μας ζούσε ο Μάρκος ο Χνούδαλος. Ένας άνθρωπος που η τρέλα του έφερνε, μερικές φορές, σε αμηχανία και τον πιο σκληρό από μας. Τον υπολογίζαμε και τον φοβόμασταν. Οι ληστείες και το ξέπλυμα χρήματος ήταν η βάση πάνω στην οποία καθόταν το μεγαλύτερο των εγκλημάτων που είχε διαπράξει.
Όταν ο καιρός πέρασε, μας επέτρεψαν να κάνουμε ξανά, τη βόλτα μας στον κόσμο. Φροντίσαμε να χαθούμε ο ένας από τον άλλον. Ο Χνούδαλος γύρισε στο νησί του, εκεί δεν τον παρεξηγούσε κανένας. Γινόταν κι αυτός – ίσως από τύψεις ή διότι μπορεί να ένιωθε την αγάπη τριγύρω – καλύτερος άνθρωπος εκεί.
Μπήκε στο σπίτι του κι άπλωσε τα χέρια να ανοίξει το παράθυρο που κοίταγε στη θάλασσα να μπει καθαρός αέρας. Ο πατέρας του αναπαυόταν στο φιλόξενο χώμα του νησιού, ο αδερφός του στα ξένα. Σκέφτηκε να βάλει κατσαρόλα στη φωτιά, αλλά το μετάνιωσε. Ετοιμάστηκε να κατέβει στην πλατεία, στο μαγειρειό, αλλά προτίμησε να περιμένει το βράδυ. Κοιμόταν λίγο και δύσκολα πια.
Κάθισε στην καρέκλα και δεν έκανε τίποτα. Πέρασαν οι ώρες αργά κι έφτασε το σούρουπο. Βρήκε το κουράγιο να βγει στην αυλή, για να ρίξει νερό στις γλάστρες, όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Ο άνεμος φυσούσε δυτικά κι όλο δυνάμωνε. Η νύχτα θα είναι δύσκολη στις θάλασσες, σκέφτηκε. Το σκοτάδι πύκνωσε, ο Μάρκος τυλίχτηκε στο παλτό του κι αφουγκράστηκε τη νύχτα. Μέσα στο βουητό του ανέμου σαν να άκουσε φωνές, κλάματα, ήχους ξύλων που σπάνε και σίδερα που στριγγλίζουν. Δεν κατάλαβε αμέσως από πού ερχόταν η φασαρία, μα στα νησιά ξέρουν. Κατηφόρισε γρήγορα τον δρόμο του χωριού και κατευθύνθηκε στην παραλία. Οι ομιλίες δυνάμωναν, οι κραυγές, τα αναφιλητά… μια τεράστια καταστροφή πλησίαζε.
Πάτησε στα βότσαλα και φτάνοντας κοντά στη θάλασσα, είδε τους πρώτους να έρχονται. Τσαλαβουτούσαν και προσπαθούσαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο, πιασμένοι αγκαλιά, ενώ κάποιοι πάλευαν με τα κύματα μόνοι τους. Μιλούσαν μια γλώσσα που ο Μάρκος δεν καταλάβαινε. Έμεινε ακίνητος, μερικοί τον προσπέρασαν σέρνοντας το κορμί τους στις πέτρες. Δυο τρεις έπεσαν στα γόνατα και προσεύχονταν. Έστεκε ακίνητος, βουβός, με τα μάτια γουρλωμένα. Ξαφνικά, μπροστά του, εμφανίστηκε ένας άντρας έχοντας ένα μικρό παιδί στην αγκαλιά. Έφτασε στην άκρη του νερού, μα δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Το αριστερό πόδι του ήταν σκισμένο, το αίμα γινόταν ένα με το νερό και κοκκίνιζε τη θάλασσα. Ο Χνούδαλος γονάτισε κι έσκυψε να τον βοηθήσει, μα εκείνος άπλωσε τα χέρια και του έδωσε το παιδί. Του πέρασε το λουρί μιας τσάντας στο λαιμό και μετά τον έσπρωξε δυνατά, του έκανε νόημα να τρέξει, τον έδιωχνε, του φώναζε… Ο Μάρκος οπισθοχώρησε, βγήκε στο δρόμο τρέχοντας, με το μωρό στην αγκαλιά. Μέχρι να περάσει το δεύτερο σπίτι, πριν ανηφορήσει για το δικό του, η καρδιά του άντρα στην παραλία σταμάτησε κι εκείνος πέρασε στα λιβάδια της ανυπότακτης απεραντοσύνης. Αλί σε εμάς που κουβαλάμε ακόμα τους πόνους μας…
Σκούπισε και στέγνωσε το παιδί. Το έντυσε με κάτι παλιόρουχα που βρήκε στα συρτάρια και εκείνο αποκοιμήθηκε αποκαμωμένο, σχεδόν λιπόθυμο. Ο Μάρκος ήξερε τι θα γίνει, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση του.
Θυμήθηκε την τσάντα του μωρού. Την άνοιξε και βρήκε νωπά χιλιοτρυπημένα ρούχα, αλλά ίχνος από άλλα στοιχεία. Χλόμιασε, ζαλίστηκε και πισωπατώντας θρονιάστηκε σε μια καρέκλα. Ένας άνθρωπος χωρίς όνομα, δίχως χρήματα, οικογένεια, θρησκεία, προέλευση. Ένας άνθρωπος μόνος!
Άνοιξε όλα τα συρτάρια, βρήκε ένα πλεκτό πορτοφόλι που κράταγε τις οικονομίες της η μάνα του. Το γέμισε με τα λεφτά που είχε κρύψει στον διπλό πάτο της ντουλάπας, κρυψώνα των πρώτων λάφυρων της έκλυτης ζωής του, αρκετά χρόνια νωρίτερα. Κατέβασε ένα χοντρό βιβλίο με τις σημαίες όλων των χωρών του κόσμου, δώρο του θείου του, τα χρόνια που πίστευε ότι θα γίνει μελετηρός και σπουδαγμένος. Μετά, βρήκε ένα μενταγιόν με τις φωτογραφίες των γονιών του. Τις έβγαλε κι έβαλε στη θέση τους μια που απεικόνιζε ένα ζευγάρι συγγενών που ξενιτεύτηκε στην Αμερική, αφού δεν τους θυμόταν κανένας πια στο νησί. Όλα αυτά, τα παράχωσε στην τσάντα του μωρού, κάτω από τα ρούχα. Μετά έκατσε και περίμενε…
Τα ξημερώματα μπήκε μέσα η αστυνομία, εκείνος έκανε πως αντιστέκεται, οι άλλοι τον σάπισαν στο ξύλο. Ο Χνούδαλος, πεσμένος στο πάτωμα, χαμογελούσε. Έτσι έπρεπε να γίνει!
Ο Μάρκος δεν έφυγε ποτέ ξανά από το νησί. Έσκαβε τα χωράφια και έφτιαχνε τις ξερολιθιές στις πλαγιές των λόφων. Δεν μιλούσε πολύ… ξέρετε πώς είναι αυτά με μερικούς ανθρώπους, οτιδήποτε και να πουν θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους!
Εμείς, αργότερα, όταν μάθαμε την ιστορία, καταλάβαμε τι είχε πραγματικά συμβεί. Έτσι, εκτός από το να τον υπολογίζουμε και να τον φοβόμαστε, τον σεβόμασταν επίσης. Γιατί ξέραμε ότι ο Μάρκος ο Χνούδαλος, πούλησε φτηνά την ψυχή του στο καλό και στο δίκαιο. Τώρα που βραδιάζει, εύχομαι να έχουμε κι εμείς την ευκαιρία αυτή, μια μέρα!