
Είναι η στιγμή που η Ηλέκτρα κόβει και το τελευταίο χαρτόνι για να ολοκληρώσει την τελευταία χάρτινη μάσκα, όταν από την μπαλκονόπορτά της τραβά την προσοχή της ένας ασυνήθιστος θόρυβος. Διακόπτει για λίγο και πλησιάζει προς το παράθυρο. Ρίχνει μια γρήγορη ματιά και επιστρέφει στην δημιουργική της ενασχόληση.
Σκυμμένη με αφοσίωση στις χειροκατασκευές της περιτριγυρισμένη από χαρτοπόλεμο, ημιτελής μάσκες, χρωματιστά χαρτόνια, και το κελάηδισμα του ψαλιδιού να παραβγαίνει τρόπο τινά μ εκείνο του ραδιοφώνου που συντροφεύει την καλλιτεχνική της διάθεση.
Στο νεοσυσταθέν χρωματιστό δωμάτιο η Ηλέκτρα, πολύχρωμες αιλουροειδής κορδέλες τοποθετημένες στον τοίχο σχηματοποιούσαν όλων των ειδών χαμόγελα.
Ο θόρυβος έξω επιμένει. Αυτήν την φορά η Ηλέκτρα αφήνει το ψαλίδι δίπλα της, σηκώνεται και με κάποια επιφύλαξη, χαμηλώνει την μουσική, ρίχνει ματιά στο ρολόι, προσεχτικά κατευθύνεται προς την μπαλκονόπορτα.
Επιχειρεί τρόπους να διαλύσει το σκοτάδι για να διευκολύνει την ορατότητα. Ανάβει το έξω φως και ταυτόχρονα χώνει το πρόσωπο της σε μια σχισμή της κουρτίνας. Έκπληκτη παγιδεύεται από το θέαμα που αντικρίζει απέναντί της: Ένας χαμογελαστός κλόουν σκαρφαλωμένος στο δένδρο κάνει διάφορα σινιάλα! Παραμένει για αρκετό διάστημα να παρακολουθεί την μικρή παράσταση, ενθουσιασμένη ανοίγει το παράθυρο και τον καλεί να περάσει μέσα.
Ο κλόουν θέλοντας να δοκιμάσει εντυπωσιακή είσοδο συνεργάζεται με το κλαρί του δένδρου, εκτελεί δύο κολπάκια και αποσπά πιότερο το χαμόγελο της Ηλέκτρας.
Ακολουθεί η θερμή υποδοχή του και χωρίς λεπτό καθυστέρησης ο κλόουν την ρωτά:
“Είσαι η Ηλέκτρα;” κι ευγενικά της προσφέρει ένα λουλούδι. Απόλυτος αιφνιδιασμός.
Με το λουλούδι στο χέρι μένει για λίγο μετέωρη και αργά- αργά πλησιάζει τον κλόουν.
Σε όλο αυτό το διάστημα διάφοροι συνειρμοί περνούν από το μυαλό της. Μαντεύει, αλλά δεν το πιστεύει..!¨
Όσο τον παρατηρεί όλο και περισσότερο θεριεύει μέσα της η πεποίθηση πως πρόκειται για τον φιλαράκο τον κλόουν του Φίλιππου.
Δεν γνωρίζει για πιο λόγο τον αποκαλούσε έτσι ο Φίλιππος.
Η Ηλέκτρα χαλαρώνει και χαμογελαστή αφήνεται στις κυκλωτικές κινήσεις γύρω από τον κλόουν.
Τα μαύρα τεράστια παπούτσια , το μαύρο-άσπρο παντελόνι, το ριγέ γιλέκο, οι χρωματιστές τιράντες, η κόκκινη μύτη, το άσπρο-κόκκινο σκουφάκι, όλα μαζί συνηγορούν στην εύστοχη μαντεψιά της Ηλέκτρας.
Εξ ου και αστραπιαία χουφτώνει και με τις δύο παλάμες της τα ισοϋψή βουναλάκια χαρτοπόλεμου εκσφενδονίζοντας τα στον αέρα, ενθουσιασμένη αναφωνεί συλλαβιστά:
“…O φι-λα-ρά-κος;”
Ο κλόουν πάραυτα αυτοσυστήνεται θεατρικά: “…. Ουάουυυ..! Χοπ! Χοπ! Ναιαιαιαιαι..! Ο φιλαράκος…”
Στα επόμενα λεπτά της ώρας ακολουθεί χαλαρωτική ατμόσφαιρα και ανταλλαγή φιλοφρονήσεων.
Η Ηλέκτρα χαρούμενη του προσφέρει ένα μικρό σκαμπό που ήταν εύκολο εκείνη την στιγμή για να καθίσει, αλλά αυτός ήδη πνιγμένος στον χαρτοπόλεμο επιλέγει την θέση οκλαδόν δίπλα στο μικρό πρόχειρο εργαστήρι μάσκας της Ηλέκτρας.
“Πώς άφησες μόνο του τον φιλαράκο σου τον Φίλιππο;”.
Ρίχνει την πρώτη ερώτηση. Ο κλόουν ατάραχος απαντά αμέσως: “Έτσι γίνεται κάθε που έρχονται απόκριες… Αυτός μου είπε να έρθω εδώ… Όμορφο το δωμάτιο σου…”.
Το βλέμμα του πέφτει πάνω σε διάσπαρτα πολύχρωμα παρεό που στολίζουν τον τοίχο. Στοιχεία από θάλασσες, όρη, ποτάμια, λίμνες, αποτυπωμένα σε υφασμάτινες εν-τοιχισμένες σελίδες.
“Ώστε σου αρέσει το δωμάτιο μου .. πως το βρίσκεις;”
“Βέβαια μου αρέσει .. Να ας πούμε αυτή η γωνία…”
“Ναι αυτή η γωνία τι ….. Τι σου κάνει κλικ;…”
Ο κλόουν επιλέγει ν απαντήσει με τον τρόπο του.. Μ ένα ξεχωριστό κόλπο χωρίς την χρήση των χεριών του, μπρος στα έκπληκτα μάτια της Ηλέκτρας, ξεδιπλώνει το σώμα του και από την θέση οκλαδόν επανέρχεται στην όρθια στάση, τρέχει προς τα πανιά και κατεβάζει ένα πολύχρωμο παρεό.
Πλησιάζει την Ηλέκτρα ανεμίζει το παρεό, επιδίδεται σε μια ελαφριά υπόκλιση. Απευθύνεται σε υποτιθέμενο κοινό:
….Πως με λένε;
Πως σε λένε;
Κλόουν είμαι
Πως το λένε!!!
Έχω μάννα την οξεία
Και την γραμματική θεία
Τον τόνο για πατέρα
Δεν με σκιάζει η φοβέρα
Την ψιλή περισπωμένη
Αγαπημένη ξεχασμένη
Και το κόμμα το αστείο
Αυστηρό μακρινό θείο…
Η Ηλέκτρα δεν πιστεύει στα μάτια της , χειροκροτεί συνέχεια κι εκδηλώνεται φωνητικά
“…Μπράβοο! Μπράβο φιλαράκο..”
Η ατμόσφαιρα αποκτά χροιά παραμυθιού. Ο κλόουν απτόητος συνεχίζει:
“Ηλέκτρα πες μου αμέσως χωρίς σκέψη μια λέξη ν’ αρχίζει από νι”.
“Νύχτα…” επιλέγει η Ηλέκτρα και μέσα της αδημονεί για την συνέχεια. Ο κλόουν επανέρχεται:
“Όμορφα. Τώρα πες μου μια λέξη που ν’ αρχίζει από Κάπα.. αμέσως μην το σκέφτεσαι…”.
“Καλοκαίρι..” ξεσπά η Ηλέκτρα και συνεπαρμένη μονολογεί διαρκώς “να δούμε που το πάει ο φιλαράκος”.
Ο κλόουν γεμάτος ενέργεια στριφογυρίζει στον αέρα τρείς φορές το παρεό και ταυτόχρονα διαλαλεί στον χώρο την ακαταλαβίστικη φράση: “Καλονυκαίρι. Καλονυκαίρι”.
Κατά περίεργο τρόπο κάθε φορά που το παρεό ακουμπούσε τα αντικείμενα, αυτά σχεδόν ζωντάνευαν. Λες και το παρεό αντλούσε κάποια μαγική ιδιότητα από την φράση κλειδί:
“Καλονυκαίρι” και δια της αφής έσπερνε πνοή και ενέργεια. Αποτέλεσμα;
Τα μολύβια σαν ερωτικά σμήνη ζωγραφίζουν στον αέρα, τα λευκά φύλα αιωρούνται σκόρπια, περιστρέφονται, ο χαρτοπόλεμος όμοιο συννεφόκαμα, στροβιλίζονται όλα λες και πρόκειται για μία ονειρολογία στερεωμένη στην οροφή του δωματίου.
Τα δε πλήκτρα της γραφομηχανής κάθε που η μαγική επαφή του παρεό ζωντάνευαν την ορχήστρα των γραμμάτων, τότε μικρά, κεφαλαία, φωνήεντα, σύμφωνα, κόμμα, περισπωμένη, ερωτηματικά, θαυμαστικά, όλα στον αέρα χόρευαν, όσο ο κλόουν ταλάνιζε τον ορίζον τα με την μαγική λέξη “Καλονυκαίρι”.
Μπαίνει και η Ηλέκτρα στο παιχνίδι! Πώς; Αρπάζει ένα τεράστιο πολυσέλιδο βιβλίο με χοντρά και ανθεκτικά εξώφυλλα, ανοιγοκλείνει ρυθμικά δίκην ακορντεόν, συνοδεύοντας έτσι τον κλόουν στην εξέλιξη του μουσικού παιχνιδιού.
Κάποια ανύποπτη στιγμή το παρεό γλιστρά από το χέρι του κλόουν, μ’ εξαιρετική ορμή προσγειώνεται πάνω στην γραφομηχανή συγκεκριμένα πάνω στην ένδειξη τελεία και παύλα!
Το τελεία και παύλα λειτούργησε σαν αυτόματος διακόπτης.
Τέλος η παραμυθένια ατμόσφαιρα!
Επανήλθαν όλα στην προτέρα κατάσταση.
Η Ηλέκτρα προσπαθεί να τιθασεύσει τα ματοτσίνορα της. Με μισόκλειστα μάτια κουλουριασμένη στο δάπεδο, το ψαλίδι μπλεγμένο ακόμη στην παλάμη της, περιστοιχισμένη από πλήθος ημιτελής μάσκες, και στοίβες χαρτοπόλεμο φορτισμένη με την ένταση του παράξενου ονείρου.
Απορροφημένη από το αλλόκοτο σκηνικό με τον κλόουν, σηκώνεται, κάνει βόλτες στο δωμάτιο σαν να ψάχνει τον απρόσκλητο επισκέπτη.
Περιπλανιέται φθάνει στην μπαλκονόπορτα καρφώνει το βλέμμα της για αρκετή ώρα στον κήπο, στο κλαρί του δένδρου, στρέφει το πρόσωπο της σ’ ένα ένα τα αντικείμενα του χώρου. Όλα στη θέση τους!
“Κρίμα! Όνειρο ήταν” μονολογεί ρίχνει μια ακόμη ματιά έξω στον κήπο. Τραβά την κουρτίνα, κατευθύνεται στο ραδιοφωνάκι, δυναμώνει την μουσική, πιάνει το ψαλίδι και:
“Άντε λοιπόν Ηλέκτρα, που μείναμε;”.