Το βιβλίο του Γιώργου Κόνδη “Απ’ το μπαλκόνι τ’ Αναπλιού” – Παρουσίαση από τον Βασίλη Τσιλιμίγκρα

Η Θρησκευτική Ιστορία και μάλιστα η Χριστιανική Ιστορία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ως είδος της Ιστορίας που καταγράφει και δημοσιοποιεί την ορθόδοξη χριστιανική ζωή, τις δράσεις και τους αγώνες, την πορεία την πολιτιστική και τη δημιουργία μέσα στο μεταβαλλόμενο κοινωνικό περιβάλλον.
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την τοπική χριστιανική ιστορία είναι το βιβλίο του Γιώργου Κόνδη, του ακούραστου επιστήμονα ερευνητή, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Απ’ το μπαλκόνι τ’ Αναπλιού», Ο ιερός ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου-Ευαγγελίστριας (Πρόνοιας) Ναυπλίου στο πέρασμα των αιώνων. (Το βιβλίο παρουσιάστηκε στην κατάμεστη αίθουσα του πνευματικού κέντρου του Ι.Ν. Ευαγγελιστρίας στο Ναύπλιο την Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου του 2024).
Ο τίτλος οριοθετεί τοπικά τον ιερό Ναό της Ευαγγελίστριας στην Πρόνοια και ταυτόχρονα προβάλλει την εξαιρετική γεωγραφική θέση του ναού και τη θαυμάσια θέα που προσφέρει στον επισκέπτη.
Στην πρωτότυπη αυτή μελέτη εξετάζεται η δημιουργία του ναού της Ευαγγελίστριας , η επέκτασή του αλλά και η γενικότερη προσφορά και επίδρασή του στο διάβα της ιστορίας τόσο στην πόλη του Ναυπλίου, όσο και ευρύτερα στην Ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία. Είναι αξιοσημείωτη στο προλογικό σημείωμα η εκτίμηση του πατέρα Ελευθερίου Μίχου, εφημέριου του ναού, ότι ο ναός της Ευαγγελίστριας είναι «όχι μόνον το μπαλκόνι τ’ Αναπλιού, αλλά και της Αργολίδος όλης η Έφορος και όντως πρόνοια! Καθώς και της Πρόνοιας (της συνοικίας Πρόνοιας του Ναυπλίου δηλαδή) η υπερτέρα ευεργεσία και προστασία».
Όπως διευκρινίζει και ο συγγραφέας, το βιβλίο αποτελεί μία έρευνα η οποία «δεν απευθύνεται σε ένα εξειδικευμένο επιστημονικό κοινό, αλλά χωρίς να το αποκλείει, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό που αναζητά να γνωρίσει τα μέρη και το σύνολο της πολυδιάστατης ιστορίας του τόπου του». Θεωρεί επίσης (σ.15) ότι «η εκκλησία της ενορίας είναι ένας από τους σημαντικούς μηχανισμούς κοινωνικής ταυτοποίησης, αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας καθώς και διαχείρισης των κοινών βιωμάτων» και ότι «Οι εκκλησίες διηγούνται την ιστορία των τόπων τους και οι τόποι διατηρούν στη μνήμη τους ως δείκτες τις εκκλησίες τους».
Η ερευνητική προσπάθεια στηρίχθηκε στην αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα αλλά και σε βιωματικές καθημερινές δραστηριότητες που ξεκινούν από την ίδια την εκκλησία της Ευαγγελίστριας και αγκαλιάζουν ολόκληρη την πόλη και ευρύτερα. Ο συγγραφέας με περισσή λεπτομερειακή εξέταση στοιχείων από τη Β’ Βενετική κυριαρχία και με τη γνωστοποίηση συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων από βενετικές απογραφές πιστοποιεί ότι για πρώτη φορά αναφέρεται η Παναγιά η Βουρδούκα, το μοναστηράκι στα βράχια της Πρόνοιας που θα εξελιχθεί στον σημερινό ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου( τέλος του17ουαιώνα1696). Η πορεία της Ευαγγελίστριας είναι συνδεδεμένη με την άφιξη και παρουσία Κρητών προσφύγων στην περίοδο του Καποδίστρια και εξής αλλά και με την ιστορία της περιοχής της Πρόνοιας. Επισημαίνονται οι προσπάθειες, για να γίνει ενοριακός ναός και να επεκταθούν οι χώροι του υπό την επίβλεψη δημοτικών και νομαρχιακών αρχόντων. Ουσιαστικά τα μεγάλα έργα διαμόρφωσης του λόφου και του ιερού ναού αρχίζουν τη δεκαετία του 1930 και τελειώνουν στις 7 Μαρτίου1976,ημέρα εγκαινίων του ναού με τη μορφή που τον γνωρίζουμε σήμερα. Στην περίοδο της δεκαετίας του 40 θα προσφέρει στον αγώνα τιμαλφή της εκκλησίας και θα βοηθήσει με συσσίτια και ομάδες αλληλοβοήθειας. Σταθμός στην εξέλιξη του ναού αποτελεί η οικοδόμηση το 1972 του Οικοτροφείου και του Ορφανοτροφείου που θα γίνουν κέντρα βοήθειας , συμπαράστασης, φιλάνθρωπης προσφοράς και μόρφωσης των νέων που έχουν ανάγκη. Το 2019 θα δημιουργηθεί και νέο κτίριο με αίθουσα εκδηλώσεων, εκκλησιαστικό μουσείο και υποδομές για το «Γεύμα αγάπης», δηλαδή το συσσίτιο της Ευαγγελίστριας.
Ο συγγραφέας εξετάζει τη Βαγγελίστρα ως τόπο ποιητικά λαϊκό καθώς η ορθόδοξη εκκλησία έχει αποδεχθεί τη λαϊκή έκφραση σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι λαϊκές εκφράσεις, τα γνωμικά, το δημοτικό τραγούδι και η προφορική ιστορία είναι μερικά από τα μέσα λαϊκής έκφρασης. Ένα τέτοιο λαϊκό δείγμα είναι το ποίημα «Βαγγελίστρα» της Κικής Χατζηγεωργίου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο. Η ποιήτρια θεωρεί τη Βαγγελίστρα καταφύγιο των αρρώστων και βαριά θλιμμένων, στη φυλακή και στην ξενιτιά , και άλλων δυστυχισμένων που « Ευαγγελίστρα μου» θα πουν/ και Συ πάντα θα τρέξης/Μάνα γλυκειά τους πόνους τους/εσύ θα τους γιατρέψεις».
Ο Αντώνης Λεκόπουλος, ο Αναπλιώτης, με δύο ποιήματά του, «Πρόνοια» 1956 και « Βαγγελίστρα» 1959 στην εφημερίδα Ακροναυπλία, θα υμνήσει την Πρόνοια και θα «ρωτήσει» τη Βαγγελίστρα πώς να κάνει ταίρι του μια Προνοιότισσα. Έτσι επιβεβαιώνεται ο λαϊκός χαρακτήρας της μούσας του Αναπλιώτη αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνεται, κατά το συγγραφέα, η βέβηλη επίκληση της Παναγιάς στην ερωτική επιθυμία του ποιητή.
Συνεχίζοντας την παρουσίαση του βιβλίου θα επισημάνω τη γλαφυρή περιγραφή των τριών παρεκκλησίων που λειτουργούν συμπληρωματικά προς τον κεντρικό ναό της Ευαγγελιστρίας και των τεσσάρων εξωκκλησίων. Τα παρεκκλήσια είναι μικροί χριστιανικοί ναοί που υπάρχουν σε δημόσιους χώρους και ιερούς ναούς. Με αυτά δίνεται η ευκαιρία στους πολίτες να προσεύχονται ατομικά και μακριά από το πολύ πλήθος.
Τα ξωκκλήσια, σύμφωνα με το συγγραφέα « Είναι αλήθεια πως οι φυσικές τοποθεσίες, στις οποίες βρίσκονται, δημιουργούν μια αίσθηση ψυχικής ανάτασης. Η δυσκολία πρόσβασης , η φυσική μοναξιά, η απλότητα της κατασκευής , οι θρύλοι που συνοδεύουν την ύπαρξή τους και οι οποίοι διασώζονται και μεταφέρονται από την παράδοση και την προφορική ιστορία, ο θαυμασμός για τη δύναμη, ψυχική και σωματική, των ανθρώπων που τα κατασκεύασαν, δημιουργούν μια διαφορετική προσέγγιση του θείου». Ένα ακόμη χαρακτηριστικό τους είναι το ότι έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες. «Όλα τα ξωκλήσια παραμένουν ακόμη και σήμερα ένα σημείο θρησκευτικής συνάντησης και ταυτόχρονα θαυμασμού των περιπατητών που βρίσκουν στο χώρο τους την ησυχία για ξεκούραση σωματική και πνευματική. Παράλληλα, αποτελούν συχνά χώρους τέλεσης μυστηρίων, όπως οι γάμοι και οι βαπτίσεις, καθώς οι τοποθεσίες τους προτιμώνται, γιατί είναι μαγευτικά απλές και δημιουργούν ξεχωριστά συναισθήματα». Η αναφορά στα παρεκκλήσια και ξωκκλήσια συνοδεύεται από πλήθος φωτογραφιών.
Ένα σημαντικό κομμάτι του βιβλίου αφιερώνεται στην πολυποίκιλη πολιτιστική εκκλησιαστική ζωή. Με την επισήμανση της περιορισμένης προβολής του Βυζαντίου στην Αργολίδα και την αναφορά στο Βυζαντινό Μουσείο του Άργους και σε διάφορα εκκλησιαστικά μουσεία της Ελλάδας παρουσιάζεται το εκκλησιαστικό Μουσείο του ιερού ναού της Ευαγγελίστριας. Γίνεται αναφορά στην ιστορική του εξέλιξη από την πρώτη προσπάθεια του ιερέα Ηλία Ψαρολόγου μέχρι τη συστηματική οργάνωση του από τον ιερέα και εφημέριο του ναού Ελευθέριο Μίχο. Παρουσιάζονται αναλυτικά τα λαμπρά κειμήλια που υπάρχουν (εικόνες, βιβλία, ιερά σκεύη) με λεπτομερειακές περιγραφές, πλούσιες πληροφορίες και εξαιρετικό φωτογραφικό υλικό. Ο επισκέπτης του μουσείου αποζημιώνεται και αποκτά μια καλή εικόνα για τα στοιχεία της χριστιανικής λατρείας. Συμπλήρωμα αυτού του μουσείου αποτελεί και το Λαογραφικό μουσείο με αντικείμενα της αγροτικής και αστικής ζωής.
Στην ευρύτερη μουσειακή αναφορά υπάγονται και οι μυκηναϊκοί τάφοι που υπάρχουν στον χώρο του ναού, τα ονομαζόμενα «λαγούμια». Αυτοί επιβεβαιώνουν τη συνεχή ιστορική πορεία του τόπου από την πρώϊμη αρχαιότητα μέχρι σήμερα με δεδομένο ότι ο χώρος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα εκτεταμένο νεκροταφείο από το οποίο έχουμε αποκομίσει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα.
Δε Θα μπορούσε η εκτεταμένη κτιριακή υποδομή του ναού και ο ιδιαίτερος ρόλος του στην Πρόνοια και ευρύτερα το Ναύπλιο να μην αξιοποιείται κατάλληλα και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η κοινωνική ζωή συνδυάζεται και με εκκλησιαστικές πολιτιστικές δραστηριότητες και η εκκλησία ως ζωντανός και δραστήριος οργανισμός πρέπει και προσπαθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε είδους αλλά και στα προβλήματα των πολιτών σε συνδυασμό με την προσπάθεια ποιοτικής αναβάθμισης της καθημερινότητας αλλά και βελτίωσης του πνευματικού επιπέδου των πολιτών. Η πολιτιστική δραστηριότητα του Ναού αφορά ομιλίες για ποικίλα θέματα(εκπαιδευτικά, κοινωνικά, δογματικά) αλλά και μουσικές και κάθε είδους καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Αυτή η δραστηριότητα του ναού επιβεβαιώνει τη ζωντάνια και τη σύνδεση με την πραγματικότητα και τη ζωή και προσδιορίζει τον δυναμικό, μορφωτικό και ψυχαγωγικό ρόλο της εκκλησίας. Η καταγραφή των κάθε είδους εκδηλώσεων από τον Ιούλιο του 2010 μέχρι και το 2024 δείχνει ότι η πολιτιστική δραστηριότητά της ανταποκρίνεται στο ρόλο της.
Ένα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής ζωής της Ευαγγελίστριας αφορά τις λατρευτικές εκδηλώσεις που αφορούν την καθημερινότητα (γάμοι, βαπτίσεις, μυστήρια, λειτουργίες)αλλά και τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου με το μεγάλο πανηγύρι που έχει αποκτήσει τεράστια φήμη. Πρόκειται για ένα γεγονός που ξεπερνά τα όρια της πόλης και του νομού δίνοντας την ευκαιρία εκδήλωσης της ευλάβειας των προσκυνητών αλλά και της ανάγκης ψυχαγωγίας. Έτσι οι προσκυνητές μπορούν να επικοινωνήσουν, να ψυχαγωγηθούν και να απολαύσουν τη γιορτή. Ο τοπικός τύπος παρακολουθεί το πανηγύρι, και καταγράφει διθυραμβικά τον εορτασμό, την πολυκοσμία, τη συμμετοχή των φιλαρμονικών και των εκπροσώπων της εξουσίας.
Τέλος μια ξεχωριστής αξίας δράση που έχει άμεση σχέση με την καθημερινότητα και τις βιοτικές ανάγκες κάποιων τμημάτων του τοπικού πληθυσμού είναι το συσσίτιο της Ευαγγελίστριας. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί την εγγύτητα της εκκλησίας προς τους πολίτες, τη φιλανθρωπία, την αλληλεγγύη και την ανιδιοτέλεια χωρίς διακρίσεις και αντιθέσεις. Οι άνθρωποι που σιτίζονται με αυτό το «μάνα εξ ουρανού» απολαμβάνουν τη δυνατότητα που τους δίνεται να επιβιώσουν και εκτιμούν την προσφορά των εθελοντών συνεργατών και της εκκλησίας.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση του βιβλίου πρέπει να τονίσουμε ότι η εργασία του Γιώργου Κόνδη αποτελεί εξαιρετική συμβολή στη θρησκευτική ιστορία και με τη βοήθεια του Ι.Ν.της Ευαγγελίστριας. Με επιστημονική περιέργεια και αρτιότητα, με γλαφυρό και απόλυτα κατανοητό λόγο, με πληθώρα πληροφοριών, με εκτεταμένη βιβλιογραφία, με επίμονη διερεύνηση των πηγών και φωτογραφική τεκμηρίωση, το βιβλίο μέλλει να αποτελέσει ενδιαφέρουσα και αξιόπιστη πηγή για την ιστορία του ναού και της περιοχής και ταυτόχρονα ευχάριστο και ενδιαφέρον ανάγνωσμα τόσο για τους πιστούς και προσκυνητές του ναού όσο και πρωτοποριακό επιστημονικό κείμενο που εμπλουτίζει την ορθόδοξη χριστιανική βιβλιογραφία. Για αυτό το τελευταίο ο συγγραφέας επιλέγει: « Η εκκλησιαστική ιστορία είναι ένα πεδίο σχεδόν παρθένο για την επιστημονική έρευνα και η παρούσα φιλοδοξεί να αποτελέσει ενδιαφέρον ερέθισμα στην εξέλιξή της. Ευχόμαστε ,λοιπόν, οι ερευνητικές προσπάθειες να πολλαπλασιαστούν και να αναδειχθούν νέες ενδιαφέρουσες διαστάσεις της θέσης, του ρόλου και της σημασίας των ενοριακών ναών στην κοινωνία μας.»
Άργος 16 Ιανουαρίου 2025
Βασίλης Τσιλιμίγκρας