Ανδρέας Βεργιόπουλος: Περί εκλεπτυσμένων Θεωρημάτων (γράφει ο Γιώργος Κόνδης)
Αναρωτήθηκα διαβάζοντας πολλές φορές τα ποιήματα της νέας συλλογής του Ανδρέα Βεργιόπουλου, πως θα απέδιδε τις εικόνες του αν ήταν ζωγράφος ή μουσικός! Μα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Πρόκειται μάλλον για γητευτή λέξεων και νοημάτων που από μια θέση χαοτική καταφέρνει να τις βάζει σε μια κατάσταση σχετικότητας και να δημιουργεί εικόνες που μαγεύουν τη ματιά, λόγια που ξαφνιάζουν στο μουσικό τους άκουσμα. Καθόλου περίεργο! Ο Ανδρέας Βεργιόπουλος είναι φυσικός ποιητής. Είναι ποιητής και φυσικός. Χαρακτηρίζεται από τις σπάνιες εκείνες ανθρώπινες ποιότητες που συνδυάζουν την λογική της επιστήμης με την μαγεία της ποίησης.
Οι παραπάνω ιδέες δεν είναι καινούργιες. Τις έγραφα τον Ιανουάριο του 2018 παρουσιάζοντας την προηγούμενη ποιητική του συλλογή «Περί εκλεπτύνσεων». Ως αναγνώστης προσπαθώ να διακρίνω αυτά που ο ποιητής (επιστήμονας) κρύβει πίσω από τις λέξεις του και τα οργανώνει σε θεώρημα (πρόταση η οποία αποδεικνύεται αληθής στη βάση άλλων ήδη αποδεδειγμένων προτάσεων και κανόνων) αποσυνάγωγου (πρόσωπο που το έχουν αποκηρύξει και απομακρύνει από μια κλειστή ομάδα).
VII
Αυτό το δάκρυ που ανεβαίνει….
Αργά ρέει στο πλακόστρωτο στα σκαλιά στην καρδιά
στο ύψος της σημαίας κάθε ιστορικού συγκλονισμού
του ιστού των προσωπικών ματαιώσεων την διακινδύνευση κάθε δακρύου
πως χύθηκε άσκοπα σπαταλημένο έρμαιο των βημάτων
όσων αγνοούν και αγνοούν πολλοί κατάδηλο κοιμητήριο ενός λυγμού
που σπαράζοντας το πρόσωπο παραχαράσσει το όριο
ανάμεσα στον πόνο και την αγαλίαση (…)
Παρ’ ότι προχωρημένες λέξεις στις σελίδες της συλλογής, μου φάνηκαν περίτεχνα βαλμένες σε πρόταση ώστε να οργανώνουν το προοίμιο του θεωρήματος ενός αποσυνάγωγου. Ταυτόχρονα πόνος και αγαλίαση για την εκδίωξη από την συναγωγή όσων νομίζουν ότι γνωρίζουν αλλά στην ουσία αγνοούν και αγαλίαση για τον χώρο ελευθερίας που κατακτά, για τον αέρα της ελευθερίας που αναπνέει. Θα ανατρέξω με τρόπο επικίνδυνο σε υπόγειες μικρές διασυνδέσεις αποσυναγωγής όπως εκείνη του Χριστού μέχρι, μερικούς αιώνες μετά, στο «Θεώρημα» ενός άλλου τρομερού αποσυνάγωγου, του Παζολίνι, με ενδιάμεσους δικούς μας όπως ο Ψυχάρης, ο Εμπειρίκος κ.ά., μέχρι τους πολύ πρόσφατους αποσυνάγωγους του Τούρκου συγγραφέα Ογούζ Ατάι. Η αποσυναγωγή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις έχει κοινά σημεία αναφοράς: την κριτική της εποχής της, τη λύπη και τον πόνο των προσωπικών και συλλογικών ματαιώσεων, την αγαλίαση για τη διατήρηση της πνευματικής ελευθερίας και του λόγου, τη βαθιά ανθρώπινη συνείδηση για το δικαίωμα και τη δυνατότητα έκφρασης και δράσης.
Ο ποιητής και ο επιστήμονας φυσικός αγαπούν τις συναρτήσεις. Καταθέτουν από κοινού συμβολισμούς δυναμικών συμβολικών συναρτήσεων της σχέσης ανάμεσα σε όλους εμάς τους απλούς ανθρώπους της πόλης, της πλατείας και της γειτονιάς με τον Κόσμο. Μια δυναμική που παραμένει στο βάθος της μυστική και απροσπέλαστη στην απλή καθημερινή λογική. Μόνη δίοδος κατανόησης είναι η άσκηση στην κατανυκτική της ανάγνωση. Η προσπάθεια προσέγγισης με την ψυχή και η κατάθεση, από το υστέρημα σε κοινό σκοπό, μαζί με όσες/όσους αναζητούν το νόημα στα μεγάλα ταξίδια της έκστασης.
ΙΙ
Ένα μπέρμπον γι’ αυτήν τη συγκλονιστική δύση
εις υγείαν δυνατέ και άπειρε ουρανέ
μπορείς να μου ανταποδώσεις το μέγιστο θέλγητρο
μην ακουμπώντας την υπερβολική τριβή της ζωής
στο αναπάντεχο ερώτημα μην απαντώντας.
Θρίαμβε σου κλέβω απόψε την τύχη ν’ αποφασίζεις
σε ποιου την καρδιά θα κατοικήσεις…..
Ο ποιητής δείχνει, όπως οφείλει, μια στάση κριτική απέναντι στην πόλη του. Αλλά δεν την μισεί. Το ακριβώς αντίθετο! Σ’αυτήν εξ’ άλλου γεννήθηκε, μεγάλωσε, αγάπησε και της το αναγνωρίζει με κάθε τρόπο ακόμη κι όταν η αγανάκτηση για το σημερινό τουριστικό της πρόσωπο τον πνίγει, ακόμη και όταν ο θυμός για την απάθεια των ανθρώπων της στο διασυρμό της, τον αναστατώνει. Θα βρει όμως το μοναχικό δρόμο της ήσυχης αναζήτησης των απλών κατοίκων της, του χαρούμενου βουητού των καφενείων της, των ίσκιων της ιστορίας που ρίχνουν τα καστροτείχη της στα δρομάκια.
Αλλά το ωραίο θέλω να το φωνάξω αυτό
είναι η θλίψη που μου προκαλεί αυτή η πόλη
έχει μια πληγή τόσο βαθιά όσο
τα επιπόλαια εγκώμια αυτών που διαμένουν στην πολιτεία
που φαίνεται, ενώ Ναύπλιο δεν αναγνωρίζεται
αν δεν διαβείς την πύλη της Ξηράς
μέσα στο καταχείμωνο μοναξιάς
λίγο πριν πέσει στα χέρια της βροχής και το λεηλατήσει
αφήνοντας το πανωφόρι με τα εύσημά του
επ’ώμων.
Ανάμεσα στις ποιότητες που αποδίδονται στον ποιητή Βεργιόπουλο είναι και η μικρή συχνότητα εμφάνισής του. Κάτι σαν φυσικό φαινόμενο που εμφανίζεται αραιά και που. Κάτι σαν πεφταστέρι που θα περιμένουμε καιρό για να χαρούμε την ομορφιά της νέας του εμφάνισης. Οι οικονομολόγοι θα το μετέτρεπαν σε αξία. Μεγάλη λόγω σπανιότητας…. Η νέα ποιητική του συλλογή, τον ξαναβγάζει στα καντούνια τ’ Αναπλιού, στην κεντρική πλατεία και στα καφενεία της, σε κάποιο μαγαζί από τα γνωστά του για ν’ανταλλάξει με το μαγαζάτορα κουβέντες και πράματα, στις σελίδες των μέσων… κοινωνικής δικτύωσης, ανάμεσα στα τόσα δυστυχήματα, στις εκδηλώσεις, στις βραβεύσεις, στις μουσικές βραδιές….. Ακόμη και όταν την αποχωρίστηκε στα 18 του για να πάει στην Πάτρα να σπουδάσει, γι’αυτήν φτερούγιζαν οι πρώτες ποιητικές του γραμμές από τις «Δορκάδες». Η συνέχεια ήταν σταγονομετρική ακολουθώντας την ωρίμανση των ιδεών και της ποιητικής: 1991…μὲ τἠν ὁπλὴ τοῦ ἀλόγου..., 1997 Φαινομενολογία Αργυρότητος, 2005 Ωραιότατοι συνδαιτυμόνες,2016 ο Ανδρέας Βεργιόπουλος μας χαρίζει τέσσερα μοναδικά πεζά κείμενα που εκδίδονται από το περιοδικό Το Δέντρο. Στα κείμενα αυτά όπως και στα ποιήματά του, θα δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο τύπο γραφής διαδοχής εκλεπτυσμένων νοητικών χειρισμών που θα ενσωματωθούν, εξάλλου, και στην «Περί εκλεπτύνσεων» ποιητική του συλλογή, η οποία παρουσιάσθηκε (Παρασκευή 7-12-2018) στην φιλόξενη στέγη του Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης».
Η φυσιολογική κατάληξη μιας παρουσίασης θα ήταν η αναφορά σε ένα από τα ποιήματα της νέας ποιητικής συλλογής. Εύχομαι να τα ανακαλύψουν οι αναγνώστες μεταξύ των οποίων κι εμείς. Εγώ πάντως, πιστός στον ορισμό της απόδειξης των θεωρημάτων από άλλες προτάσεις που έχουν ήδη αποδειχθεί, θα υπενθυμίσω στη σεβαστή ομήγυρη ένα ποίημα των «Εκλεπτύνσεων» που ακόμη και σήμερα με συναρπάζει με τη λεπτότητα των συμβολισμών και την αγάπη για τον άνθρωπο. Το δικό του, της πόλης του, του κόσμου του:
(ποίημα I)
Τα τελευταία χρόνια η μητέρα μου σπαταλούσε την μοναξιά της
ζητώντας επίμονα βιβλία διαβάζοντάς τα με λαιμαργία ευτυχισμένη.
Πολλές της ηλικίας της μαθαίνουν τα χούγια του θεού και ζητούν
μόνο την φιλική συνεισφορά του.
………………………………………….
Κάποτε η ιστορία αυτών των ανθρώπων γίνεται γοητευτική
διότι δεν διεκδικούν τίποτα.
Ο άρτος της ημέρας τους ελάχιστος
οι προσδοκίες μηδαμινές
τα μάτια τους θολώνει αχλή καταρράκτη
θεωρούν τη ζωή ακροβασία αφόρητη
άρτυμα πικρότατο
και συνήθως ζουν για άλλους.
Απλώνουν το χέρι ακουμπώντας το μπράτσο του θεού.
Αγνοώ ποιος απ’ τους δυο ασκεί γοητεία συγγνώμης πρώτος
Αλλά αβρότητες σε τέτοιο ύψος εκλεπτύνσεων
Αποκτούν χαρίσματα μετουσίωσης
σ’ αυτά που η μνήμη μου έχει αποθησαύρισμα απότισης φόρου τιμής
δέηση στην βαρύτατη εκδοχή της, υποστολή σημαίας
υπό το ηχηρό παρουσιάστε, όπλων αγήματος.
(Γιώργος Κόνδης)