Μαυρομιχάλης Γεώργιος του Πετρόμπεη – Η πορεία του δολοφόνου του Καποδίστρια και η διαθήκη του
Γράφει ο Γιώργος Γιαννούσης, oικονομολόγος, πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού
Στο «Αργολικόν Ημερολόγιον» του 1910 [1] περιγράφεται από τον Δ. Θ. Καμαρινό με αρκετές λεπτομέρειες η δολοφονία του Καποδίστρια και η πορεία των δολοφόνων του Γεωργίου Μαυρομιχάλη και Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη[2].
«… Ο Καποδίστριας τότε προχωρών έφθασεν εις την Εκκλησίαν του Αγίου Σπυρίδωνος αντίκρυ της οποίας και προς τα δεξιά κείται η οικία του Δικηγόρου κ. Π. Ανδριανοπούλου όπισθεν της γωνίας της οποίας ενήδρευεν, ο εις των Μαυρομιχαλαίων, ο επιλεγόμενος Κεχαγιάμπεης ( εννοεί τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη), όστις άμα τη εμφανίσει του Καποδίστρια παρά την θύραν πυροβολεί παραχρήμα και ο Καποδίστριας πίπτει προ αυτής συγχρόνως δε επιπίπτει μετά του φονέως επί του δολοφονηθέντος και ο έτερος αδελφός του Κεχαγιάμπεη ο Μουσταφάμπεης Μαυρομιχάλης (εννοεί τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη) ο όπισθεν του υπάρχοντος Τουρκικού Λουτρού μέχρι της στιγμής εκείνης ενεδρεύων, και ούτως αμφότεροι αδελφοί* συμπληρούσι δια των μαχαιρών το αποτρόπαιον αυτών έργον, της ιεροτελεστίας ένεκα του φόνου διακοπείσης προς στιγμήν ( καθ’ ήν ακριβώς ώραν ανεγινώσκετο από της ωραίας Πύλης το ιερόν Ευαγγέλιον).
[* Σημείωση Βιβλιοθήκης: Προφανώς λόγω σύγχυσης ο Δ. Θ. Καμαρινός, θεωρεί τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο αδέλφια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για θείο (Κωνσταντίνος) και ανεψιό ( Γεώργιος). Ο Κωνσταντίνος ήταν αδελφός του Πετρόμπεη, ενώ ο Γεώργιος γιος του].
Κατά συγκυρίαν όμως εις μικράν από της Εκκλησίας απόστασιν, τουτέστι εις την δευτέραν κρήνην δεξιά της οποίας είναι η προς την Δυτικήν Εκκλησίαν άγουσα, ευρίσκετο ο μονόχειρ βρακοφόρος Κρής, πιστός υπηρέτης του Καποδιστρίου, πληρών την υδρίαν ύδατος, όστις άμα τω πυροβολισμώ και τη πτώσει του Καποδιστρίου, σπεύδει δρομαίως κατά των φονέων κρατών εις χείρας δίκροτον όπλον, όπερ έφερεν μεθ’ εαυτού, και προλαμβάνει τον ένα εξ αυτών, τον Μουσταφάμπεην, φεύγοντα προς την ανωφερή οδόν της οικίας του προμνησθέντος Δικηγόρου κ. Ανδριανοπούλου και πυροβολεί κατ’ αυτού, πριν ή φθάση εις την οικίαν Ψαλίδα και φονεύει, της σφαίρας εισελθούσης ολίγον άνωθεν του πρωκτού και εξελθούσης κάτωθεν του θώρακος, του ετέρου φονέως, του Κεχαγιάμπεη καταφυγόντος εις το Γαλλικόν Προξενείον ( ένθα το Φρουραρχείον άλλοτε) και ζητήσαντος προστασίαν.
Τον Μουσταφάμπεην φονευθέντα παρά τον τόπον του εγκλήματος παρέλαβον οι προστρέξαντες στρατιώται άμα τω θλιβερώ ακούσματι και σχοίνω τους πόδας αυτού δέσαντες, έσυρον ανά τας οδούς του Ναυπλίου και κατέληξαν εις την πλατείαν του Συντάγματος, ένθα οι στρατιώται δια των λογχών το πτώμα διατρήσαντες παρεμόρφωσαν εντελώς, και είτα παραλαβόντες αυτό μετέφερον εις Ιτς – καλέ και επέταξαν εις το όπισθεν μέρος.
Μετά τούτο ο αδελφός του Καποδιστρίου Αυγουστίνος κατέφυγεν εις το πλοίον του Ορλώφ, εν ω ούτος μαθών τον φόνον του Καποδιστρίου και την προσφυγήν του σωθέντος φονέως εις το Γαλλικόν Προξενείον, έσπευσεν αμέσως εν στολή και εζήτησε παρά του προξενείου την παράδοσιν του φονέως επιμόνως, αλλ’ εις αρνητικήν απάντησιν του Διευθύνοντος τότε το Προξενείον, ότι δεν παραδίδει αυτόν, πλήρης θυμού γενόμενος επέστρεψεν αμέσως εις το πλοίον αυτού και άνευ ουδεμιάς χρονοτριβής ύψωσεν επί του ιστού την πολεμικήν σημαίαν και επυροβόλησε κατά του Προξενείου, την στέγην του οποίου απέσπασεν η βόμβα, ήτις διαγράψασα την τροχιάν αυτής εκτύπησεν επί του τοίχου του δώματος της Δυτικής Εκκλησίας και αφήκεν οπήν ευδιάκριτον μέχρι σήμερον[3], ως τοιαύτην αφήκεν επί του πλαγίου της θύρας του Ναού του Αγίου Σπυρίδωνος ( δεξιά της Εισόδου) και η τον Καποδίστριαν πλήξασα σφαίρα.
Οι εν τω Προξενείω κατιδόντες ότι χρόνος άλλης ενεργείας δεν επετρέπετο και ότι πάσα προστασία έπρεπε να αρθή, εξήλθον αμέσως εις τον εξώστην αυτού και ύψωσαν αντί σημαίας μανδήλιον λευκόν και ούτως απεσοβήθη πάσα άλλη εχθρική πλέον πράξις εκ μέρους του πλοίου και ο Κεχαγιάμπεης παρεδόθη εις τα αρχάς.
Το Δικαστήριον σχηματισθέν αυθημερόν εξέδοτο την καταδικαστικήν αυτού απόφασιν, καθ’ ήν έξωθεν της Πύλης ξηράς και παρά τον Σιδηροδρομικόν σταθμόν ώρυξαν λάκκον μέγαν προ του οποίου έστησαν τον φονέα κατάδικον, και εις απόστασιν 20 βημάτων απ’ αυτού παρέταξαν περί τους 100 στρατιώτας, αλλά το πλήθος εκμανέν κατ’ αυτού και πριν ακόμη συμπυροκροτήσωσιν οι άνδρες εφόνευσεν αυτόν δια λίθων κτλ.».
Μαυρομιχάλης Γεώργιος
Όταν ο θρυλικός για το παράστημα, τις γνώσεις και την παλικαριά του «Μπεηζαντές» Γιωργάκης Μαυρομιχάλης έπεφτε νεκρός από τα πυρά του εκτελεστικού αποσπάσματος, το (παλιό) ημερολόγιο έλεγε ημέρα Σἀββατο 10 Οκτωβρίου 1831.
Ήταν εξέχουσα φυσιογνωμία του Αγώνα, ο γυιός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Υπερείχε στο σύνολο των Μαυρομιχαλαίων σε μόρφωση και πολιτική εμπειρία και νεώτατος ανήλθε στους υψηλότερους βαθμούς της νεοσύστατης τότε στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας μας. Και αυτό το όφειλε στο γεγονός ότι, για να δώσουν το « μπεηλίκι» της Μάνης οι Τούρκοι στον πατέρα του Πετρόμπεη, τον πήραν όμηρο ως αμανάτι (εγγύηση) στην Κωνσταντινούπολη το 1815.
Ο περίπου 17ετής τότε « Μπεηζαντές» Γιωργάκης Μαυρομιχάλης (έτσι τον αποκαλούσαν) ανατράφηκε και εκπαιδεύτηκε στην αρχή, στην Οθωμανική Πύλη και αργότερα στο Πατριαρχείο από ειδικούς Φαναριώτες δασκάλους και τον – εθνομάρτυρα αργότερα – Γρηγόριο τον Ε΄που τον είχε υπό την προστασία του. Έγινε πολύγλωσσος με γραμματικές γνώσεις και πολιτική εμπειρία μιας και το Φαναριώτικο περιβάλλον που ζούσε τον βοηθούσε πολύ σ’ αυτό. Μυήθηκε από τους πρώτους στην Φιλική Εταιρεία[4]. Κατόρθωσε να δραπετεύσει από την επιτήρηση των Τούρκων και λίγες μέρες πριν συλληφθεί και απαγχονισθεί ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄τον φυγάδευσε με σπετσιώτικο καράβι για την Ελλάδα.
Στην Επανάσταση του 1821 συμμετέχει από τις πρώτες επιχειρήσεις στα κάστρα της Κορώνης και της Μονεμβασίας. Στην άλωση της Ντροπολιτσάς (Τρίπολης) είναι αυτός που του εμπιστεύεται ο Θ. Κολοκοτρώνης την φύλαξη των αιχμαλωτισθέντων χαρεμιών και των θησαυρών που έπεσαν σαν λάφυρα του Χουρσίτ Πασά και των άλλων μπέηδων. Εναντίον του Δράμαλη ανδραγαθεί στην μάχη που δίνεται στο κάστρο του Άργους.
Από το 1822 μέχρι το 1826 συμμετέχει ενεργά σε όλα τα πολεμικά και πολιτικά δρώμενα της Επανάστασης με ηγετικό ρόλο. Το 1826 ως Φρούραρχος στο Νεόκαστρο της Πύλου, στην παράδοση του Φρουρίου ο Ιμπραήμ με μπαμπεσιά τον αιχμαλωτίζει για να τον ανταλλάξει με τους αιχμάλωτους πασάδες του Ναυπλίου. Μαζί με τον Δ. Υψηλάντη εκλέγονται διαιτητές και συμβιβαστές στην έριδα μεταξύ των Ρουμελιώτικων στρατευμάτων που αιματοκύλισαν το Άργος και το Ναύπλιο.
Το 1827 στην Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας εκλέγεται πρώτο μέλος, δηλαδή Πρόεδρος της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Είναι μέσα στα τραγικά παιχνίδια που παίζει η ιστορία. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης με το ίδιο χέρι που έδωσε τον διορισμό στον Καποδίστρια για να γίνει ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας με το ίδιο χέρι 4 χρόνια αργότερα τον σκότωσε. Στυγερό έγκλημα που άλλαξε την ροή της πολύπαθης Πατρίδας μας. Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η δολοφονία του Κυβερνήτη είχε αίτια πολιτικά και Ελληνικά και ξένα, κομματικούς ανταγωνισμούς και ξενοκίνητες έριδες. Ο Καποδίστριας είχε πολλούς εχθρούς σε πολλά μέτωπα και μέσα και έξω από την χώρα.
Η επιθετική αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια ήταν πολυπρόσωπη, οξύτατη και πολυεπίπεδη. Με τον Μιαούλη εναντίον του, με τις συνωμοτικές συγκεντρώσεις των προεστών στην Ύδρα, με την εμπρηστική αρθρογραφία των Πολυζωΐδη και Θεοκλήτου Φαρμακίδη εις την εφημερίδα «Απόλλων» με τους φλογερούς στίχους του ποιητή Αλέξανδρου Σούτσου κατά του «τυράννου» Καποδίστρια, με τους διαλόγους του Κοραή, τα αντικαποδιστριακά και επαναστατικά κινήματα στη Μάνη με τους Μαυρομιχαλαίους, στην Ρούμελη με τον Καρατάσο και τα νησιά του Αιγαίου με επικεφαλής τους «Ελεύθερους Χίους» από την Σύρα και πολλά άλλα, διαμόρφωσαν ένα πνιγηρό σκηνικό που εμπόδιζε πλέον κάθε προσπάθεια του Καποδίστρια να κυβερνήσει ομαλά την πολύπαθη χώρα μας.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το κλίμα η οικογενειακή αντιπαράθεση των Μαυρομιχαλαίων με τον Κυβερνήτη και το περιβάλλον του ( κύρια με τον αδελφό του Καποδίστρια τον Αυγουστίνο) που είχε οδηγήσει την ισχυρή ηγεμονική οικογένεια της Μάνης με τους διωγμούς που υπέστη, όχι μόνο σε πολιτικό και ηθικό, αλλά κυρίως, σε οικονομικό αδιέξοδο[5] έδωσαν την αφορμή να σχεδιαστεί και να γίνει ο φόνος του Καποδίστρια από την οικογένεια Μαυρομιχάλη, σύμφωνα με τον άγραφο μανιάτικο νόμο του «γδικιωμού».
Γι’ αυτό και τον φόνο του Κυβερνήτη αποφάσισαν να τον κάνουν οι πρώτοι και άριστοι της οικογένειας που ονειρευόντουσαν να γίνουν Εθνικοί ήρωες, μιμητές των τυραννοκτόνων της αρχαίας Αθήνας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και όχι άλλοι συγγενείς, αφοσιωμένοι φίλοι ή πληρωμένοι φονιάδες, που θα τους ήταν πανεύκολο, γιατί ο Καποδίστριας κυκλοφορούσε ελεύθερος και σχεδόν αφρούρητος μέσα στο Ναύπλιο. Γι’ αυτό μόλις έγινε ο φόνος δημοσιεύτηκαν οι στίχοι του δηλωμένου εχθρού του Καποδίστρια Αλεξ. Σούτσου:
« Μιμητής του Αρμόδιου και Αριστογείτωνος νέος
σκέπασε, Μαυρομιχάλη το σπαθί σου με μυρσίνη,
τον προδότη της Πατρίδος κτύπα,
κτύπα και γενναίως πέθανε καθώς εκείνοι».
Και κανείς τότε δεν ήταν σίγουρος ότι οι στίχοι αυτοί είχαν γραφτεί μετά τον φόνο ή πριν από τον συνωμότη ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο στην προσπάθειά του με πολλούς άλλους να παρουσιάσει την οικογενειακή έχθρα των Μαυρομιχαλαίων κατά του Καποδίστρια σε ιερό αγώνα κατά της τυραννίας και πείθοντας με ιδεολογήματα και πατριωτικές κορώνες τους – όντως πατριώτες στον Αγώνα για την απελευθέρωση της από τους Τούρκους – Μπεηζαντέ Γιωργάκη και Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, να τους οπλίσει τα χέρια και να τους οδηγήσει στο αποτρόπαιο έγκλημα που δεν σκότωσε μόνο τον πρώτο Κυβερνήτη της χώρας αλλά και τις ελπίδες και τις προσπάθειες για την ανόρθωσή της.
Και έτσι- ίσως- εξηγείται ότι μετά τον φόνο, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης που κατάφυγε στη Γαλλική πρεσβεία και παραδόθηκε από τους Γάλλους – όπως παραπάνω είδαμε να περιγράφει το Αργειακό Ημερολόγιο του 1910 – στους διώκτες του, δήλωσε ότι: « Ως στρατηγός και πληρεξούσιος» όφειλε να δικαστεί από την Συνέλευση που τον εξέλεξε. Έδειχνε σαν να είχε προβεί στο έγκλημα με την βεβαιότητα ή έστω την βάσιμη ελπίδα ότι με οποιοδήποτε τρόπο θα απέφευγε τον θάνατο.
Όμως η εξέγερση του λαού υπήρξε τόσο άμεση και μεγάλη που κατέπνιξε κάθε εκδήλωση συμπαράστασης προς αυτόν. Έτσι ο Γάλλος πρέσβης τον παρέδωσε, ο Κωλέτης – που μάλλον γνώριζε το προμελετημένο έγκλημα – όχι μόνο τον αρνήθηκε αλλά και έγινε μέλος της Κυβερνητικής επιτροπής που τον καταδίκασε σε θάνατο, ο δε Θ. Κολοκοτρώνης στάθηκε μακριά του, γνωστόν εξ’ άλλου ότι δεν έτρεφε και τα καλύτερα αισθήματα γι’ αυτόν και τους Μαυρομιχαλαίους[6].
Μετά την παράδοσή του από τους Γάλλους, την δίκη του και καταδίκη του « αυθημερόν» σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες με τον κατηγορούμενο ν’ αναλαμβάνει ολόκληρη την ευθύνη για την πράξη του, περιοριζόμενος μόνο να χαρακτηρίσει την απόφαση του Δικαστηρίου ως άδικη και να πει ότι « αποθνήσκω υπέρ Πατρίδος» ο μελλοθάνατος φυλακίστηκε σ’ ένα υπόγειο και σκοτεινό κελί στον Προμαχώνα στο Παλαμήδι ( κιζντάρ-ντάπια).
Από εκεί ο Φρούραρχος του Παλαμηδιού – ένας μορφωμένος αξιωματικός του τακτικού στρατού, ο Κάρπος Παπαδόπουλος– τον μετέφερε τα μεσάνυχτα στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα και του επέτρεψε να προσευχηθεί και να γράψει την διαθήκη του.[7]
Ειδοποιήθηκε ο «Δημόσιος μνήμων»[8] (ο συμβολαιογράφος δηλαδή) του Ναυπλίου, ο Χαράλαμπος Παπαδόπουλος[9] ο οποίος ήρθε με μάρτυρες, τον Δημ. Ζώρα κάτοικο Ναυπλίου και τον Ηλία Αθαν. Κόκκινο από τα Σάλωνα, έμποροι και οι δύο στο Ναύπλιο και βρήκαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη να γράφει ιδιοχείρως την διαθήκη του μέσα στο ναό του Αγίου Ανδρέα. Έτσι δεν εγράφη η διαθήκη στο βιβλίο του Συμβολαιογράφου αλλά παρέλαβε την ιδιόχειρη διαθήκη την οποία υπέγραψε αυτός και οι δύο μάρτυρες και σφραγίστηκε με την σφραγίδα του Δ. Ζώρα μιας και ο Χ. Παπαδόπουλος ξέχασε να φέρει την δική του σφραγίδα.
Η χειρόγραφη διαθήκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη έχει χαρακτηριστεί ως « Εν από τα σημαντικώτερα κειμήλια του Τμήματος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης»[10].
Η διαθήκη « δεικνύει διαύγειαν πνεύματος, νηφαλιότητα σκέψεως, ακρίβεια μνήμης και αταραξίαν ψυχής απαράμιλλον, πράγματα σπάνια και αξιοθαύμαστα δ’ άνθρωπον καταδικασμένον σε θάνατον, του οποίου η ποινή ώφειλε να εκτελεσθή 24 ώρες μετά την απόφασιν και ο οποίος επρόκειτο σχεδόν αμέσως μετά την γραφήν της διαθήκης αυτού να υποστή πρώτον την ποινήν πατροκτόνου δια της κοπής της δεξιάς χειρός και αμέσως έπειτα να δεχτή τας σφαίρας του εκτελεστικού αποσπάσματος»[11].
Το γραπτό του φανερώνει χαρακτήρα στοργικού οικογενειάρχη, δίκαιου ανθρώπου, καλού χριστιανού, θερμού πατριώτη, γνησίου τέκνου της Μάνης. Ο μόνος υπαινιγμός κατά του Καποδίστρια είναι η σύσταση προς τις προστάτιδες δυνάμεις να μην ανεχτούν στο μέλλον να «δουλωθή η Ελλάς από κανέναν άνθρωπον, αλλά να στηρίζουν την Ελευθερίαν της εις τους καλούς της νόμους).
Ας δούμε το κείμενο της διαθήκης, αυτό το σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, όπως ακριβώς γράφτηκε από τον Μπεηζεντέ Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα στο Παλαμήδι του Αναπλιού.
Η Διαθήκη του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη
«Εν ονόματι του Ιησού Χριστού και Θεού μου, και υπεραγίας ημών δεσποίνης, των αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων, αμήν. Επειδή μέλλει ως άνθρωπος να αποθάνω, δέομαι θερμώς να με συγχωρήσουν τον αμαρτωλόν και να με ελεήσουν, ως φιλάνθρωπος πολυέλεος και πολυεύσπλαχνος όπου είναι ο Ιησούς Χριστός μας.
Μεσιτεία της υπεραγίας ημών δεσποίνης, των αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων. Ακολούθως δε αιτώ δακρυροώς συγχώρησιν παρ’ όλων των χριστιανών και παρ’ όλων των ανθρώπων εις όσους έπταισα ή και μη οίτινες έστωσαν και παρ’ εμού του αμαρτωλού συγχωρημένοι, και ο κύριός μας να τους συγχωρήση και αναπαύση εγκόλποις Αβραάμ, ότι ο παρών κόσμος είναι πρόσκαιρος και μάταιος, και έκαστος ας αγωνισθή να απολαύση το έλεος και συγχώρησιν του Χριστού και Θεού μας, ίνα κερδήση την παντοτεινήν ζωήν˙ ειδέ αλλοίμονον, ως και εις εμέ τον αμαρτωλόν˙ έστωσαν δε συγχωρημένοι και όσοι με κατεδίκασαν εις τον θάνατον, και ο Θεός μας ας τους συγχωρήση και ουδείς των συγγενών μου δηλ: Πατρός, Μητρός, αδελφών, θείων, ή και αυτής της πολυπαθούς και τεθλημένης γυναικός μου, να εγκαλέση τινά εξ αυτών˙ ούτε προσέτι η ιδία πατρίς μου δηλ: η Ελλάς να ζητήση ένεκα της αδίκου κρίσεως και τρόπου όπου εκρίθην ικανοποίησιν˙ αλλά δέομαι των πάντων ομογενών μου Ελλήνων να ενωθώσιν ειλικρινώς και να υπερασπισθούν τα δίκαια της φιλτάτης πατρίδος μας Ελλάδος, υπέρ της οποίας αποθνήσκω και εγώ ο αμαρτωλός˙ να στερεώσουν τρόπον ελεύθερον εκλογών, σύνταγμα, και νόμους ελευθέρους και υπέρ της διατηρήσεως των οποίων να μάχωνται ως διδάσκει ο θείος απόστολος, μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Δέομαι θερμώς όλης της Ελλάδος και όλων των αξιωματικών, πολιτικών και στρατιωτικών, να αγαπούν και να υπερασπισθούν τους δυστυχείς Γονείς μου, αδελφούς μου, θείους μου και λοιπούς συγγενείς μου, ως και αυτήν την αθλίαν και τεθλημένην σύζυγόν μου· επίσης δε δέομαι θερμώς και || των τριών φιλανθρώπων δυνάμεων, αίτινες έχυσαν τόσον αίμα, και τόσας άλλας πολυειδείς θυσίας υπέρ της Ελλάδος έκαμαν να μη ανεχθούν επομένως και ακολούθως να δουλωθή από κανένα άνθρωπον, αλλά να στηρίξουν την ελευθερίαν της και τους καλούς της Νόμους και να την υπερασπίζωνται, καθώς να υπερασπίζωνται και να ευνοούν και τους Γονείς μου και λοιπούς συγγενείς μου.
Επομένως απ’ όλα ταύτα αιτώ δακρυροώς την ευχήν και συγχώρησιν του Σ. Πατρός μου, της Μητρός μου, της κυρούλας μου, των θείων μου, των αδελφών και εξαδέλφων μου, και όλων των συγγενών μου, και ας είναι και ούτοι συγχωρημένοι από τον Ιησού Χριστόν μας και απ’ εμέ τον αμαρτωλόν˙ας με συγχωρήσουν oι Γονείς μου εις ότι τους έπταισα εκ νεότητός μου, και η ευχή τους ας δυσωπήση τον Χριστόν και Θεόν μας εις το να ελεήση και εμέ τον αμαρτωλόν.
Επειδή όμως και ως άνθρωπος είμαι ανακατομένος και χρεωστώ εις πολλούς και έχω ενταυτώ λαμβάνειν παρά τινων και από το έθνος, προ πάντων όμως χρεωστώ την προγαμιαία[ν] δωρεάν της γυναικάς μου, ήτις πρέπει να προτιμηθή, αλλά μη έχων τόσην πολλήν κατάστασιν ώστε να φθάνη την προγαμιαίαν δωρεάν και τους χρεωφειλέτας μου, Ιδού τα διορίζω ως ακολούθως˙ η προγαμιαία δωρεά της τεθλημένης μου συζύγου είναι δύο χιλιάδες τάλληρα, αναλόγως της προικός όπου ελάμβανον, αγκαλά είναι και ολίγη.
Τα δε χρέη μου είναι τα ακόλουθα˙ χρεωστώ πεντακόσια τάλληρα εις τον Κ. Καριτζιώτην οπού είναι εις Τριέστι, και ταύτα από τον καιρόν όπου επήγα στην Αγκώνα σταλμένος παρά τον έθνους· και επειδή ετράβηξα πόλιτζα και δεν επληρώθη, ο ρηθείς να πληρωθή από τα αποδεικτικά μου όπου έχω λαμβάνειν από το έθνος, διότι το έθνος χρεωστεί να τα δώση, επειδή κατά διαταγήν του ήμην εκεί και τα εξώδευσα, αγκαλά εξαργυρώνει και τα αποδεικτικά του. Ωσαύτως και όσα μέλλει να λαμβάνη ο Κ. Δουρούτης από Αγκώνα, να τα λάβη και αυτός από τα αυτά αποδεικτικά. Χρεωστώ και προς τον Κ. Χριστόδουλον Μαρίνογλου εκατόν τάλληρα οπού με τα εδάνεισαν εις Κοριφούς και να τα λάβη από τα αποδεικτικά τα αυτά.
Χρεωστώ και || δι’ ομολογίας μου προς τον θείον μου Κ. Δημητράκη Πικουλάκη χίλια πεντακόσια γρόσια, από τα οποία έλαβεν από άλλας μας δοσοληψίας τα εξακόσια, τα δε άλλα τα χρεωστώ, καθώς επίσης χρεωστώ και προς τον θείον μου τον Θεοδόσιον έως χίλια τριακόσια γρόσια : και οι δύο ούτοι να τα λάβουν από την ομολογίαν του Νικολή Τζιριγοτάκη, και του αγίου Πρωτοσυγγέλου συμπεθέρου μας.
Αυτά όλα τα χρέη είναι προτού νυμφευθώ, διό και ως γράφω ούτω να πληρωθούν. Μετά δε τους Γάμους μας είναι τα ακόλουθα, τα οποία εκάμαμεν μετά της τεθλημένης γλυκυτάτης συζύγου μου. του Κ. Γιάγκου Σούτζου του χρεωστούμεν εκατόν εξήντα τρία τάλληρα και έχει ομολογίαν δια τριακόσια, και επειδή δεν είχε να μας δώση τα άλλα έμεινεν η ομολογία, χρεωστούμεν και χωρίς ομολογίας εις τον Κ. Λυκούργον Ίω. Κρεστενίτην τριακόσια πενήντα γρόσια, πάρα πάνω ή πάρα κάτω, ο ίδιος εξεύρει. χρεωστούμεν χίλια πεντακόσια γρόσια δι’ ομολογίας μας προς τον Κ. Βασιλάκη Χριστόπουλον. Επίσης με ομολογίαν μας άλλα τόσα εις τον Κ. Ιω. Μπαρλαδά˙ μίαν Ισπανικιά δούπια εις τον κουμπάρον μας Καμπερόπονλον, και ήμισυ εις τον κ. Δημήτριον Τομαρά ή δέκα τάλληρα δεν ενθυμούμαι, διότι με τα ήφερεν ο Τριαντάφιλος άνθρωπος μας τότε, χρεωστούμεν και προς τον Κ. Χρ. Τζάντα σαράντα Γαλλικά και έως επτακόσια γρόσια εις τον μπάρπα Τζανέτον, ο οποίος έχει όλα μου τα φορέματα, το δικάνολον δουφέκι και το φράγγικον σπαθί μου· όλων των άνω ειρημένων τα χρέη, καθώς και της Κ. Μπενάκενας, το οποίον χρεωστούμεν, να πληρωθούν εκ των εισοδημάτων της προικός μου, τα οποία είναι ικανότατα να τα αποπληρώσουν˙ καθώς και επτά τάλληρα οπού χρεωστώ εις τον Κ. Κωνστ. Κλονάρην, να πληρωθούν επίσης. Εις δε τον μενέαν(;) Γιανάκη χρεωστούμεν επτακόσια τριάντα γρόσια, και δέκα τάλληρα προτήτερα˙ και έχει αμανάτια εδικά μας εις χείρας του Mισέ Στρατή, ένα μαλαγματένιον ώρολόγιον ρεπετιτζιόνε καλόν, εν μακρύ παλαιόν δακτυλίδι διαμαντένιον, το οποίον κάμνει έως εξακόσια γρόσια, ένα μαλαγματένιον || ζουνάρι δρ(άμια) δεκατρία, και μία σχεδόν οκά ασήμια γγεμίου˙ το δακτυλίδι και ζουνάρι είναι ίδια της τεθλημένης μου γυναικός. Τα γρόσια ταύτα να δωθούν από το εισόδημα της προικός και να τα λάβη η γυναίκα μου. Επίσης δε να πληρωθή και ο κουμπάρος μου Κ. Γεώργιος Θεοφανόπουλος δια το ενοίκιον του οσπητίου του δέκα επτά μηνιάτικα, διότι τα άλλα επτά τα έχω πληρωμένα, προς γρόσια διακόσια τον μήνα, και όσα άλλα οπού εψωνίζαμεν του χρεωστούμεν εις το εργαστήρι, πάνω ή κάτω, και μερικά άλλα του σπητιού έως διακόσια γρόσια, όλα ταύτα, τα τε ενοίκια και λοιπά θέλει πληρωθή και ο ρηθείς εκ των εισοδημάτων της προικός, διότι ως είπον είναι ικανά να τους αποπληρώσουν όλους. να λάβουν και oι Πετρινιώτες χιλίων γροσίων ενδεικτικά μου εξ ων έχω λαμβάνειν από το έθνος, διότι υποπτεύομαι ότι τους ηδίκησα μίαν φοράν.
Προσθέτω όσα πρέπει να δοθούν εξ ών έχω πραγμάτων. Να δώση ο αδελφός Αναστάσιος προς τον Κ. Σπυλιωτόπουλον το νδουφέκι όπου έχει ο εξάδελφός μας Γεώργιος Κουράκος, και το κανοκυάλι όπου το έχει ο θειός μας Ηλίας Δημητρακαράκος, διότι αυτά δεν είναι ιδικά μου αλλ’ είναι του Κ. Σπηλιοτοπούλου. Ήτον και ένα άλλον δουφέκι του ιδίου, το οποίον δεν ηξεύρω τι έγινε, αλλ’ εκ των πραγμάτων μου να πληρωθή ογδοήκοντα γρόσια˙ η δε αθλία και γλυκυτάτη μου σύζυγος να δώση εις τον φίλτατόν μου αυτάδελφον Αναστάσιον το μονόπετρον διαμαντένιον δακτυλίδι και το (το) πλατύ και όχι πολύτιμον λουλούδι, διότι είναι ιδικά του και της γυναικός του. Ενταύθα ακολούθως έπονται τα ψυχικά μου, και παρακαλώ την γλυκυτάτην μου σύζυγον να τα δώση αμέσως έως εις τας εννέα του θανάτου μου. και ταύτα θέλει τα δώση από τα φορέματά μου, τα οποία ή να τα πωλήση και να δώση παράδες, ή τα ίδια αφιερεί εις τας εκκλησίας και μοναστήρια. Να δώση εις το άγιον Μέγα Σπήλαιον ήτοι εκατόν πενήντα γρόσια δια να μνημονεύωμαι, να δώση εις τους Ταξιάρχας εκατόν γρόσια.
Εις τον άγιον Βλάση πενήντα εις Τρίκαλα «Επειδή το χαρτί δεν εξήρκεσεν ακολουθεί άλλη κόλα και κανείς να μη δύναται να τας χωρίση τας κόλας και υποσημειούμαι Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγραψα εις την ώραν του θανάτου μου ιδίαις χερσί // ακολουθεί η δευτέρα κόλα και τα πλέον ουσιώση τα έχη η πρώτη κόλα, και κανείς να μη δύναται να χωρίση ταις κόλαις και να διαιρέση την διαθήκην μου».
Εις τον άγιον Βλάσην ως είπον πενήντα εις Τρίκκαλα. Εις τον άγιον Γεώργιον πενήντα. Εις τον άγιον Ανδρέαν όπου επροσευχήθην εκατόν, δηλ. του Παλαμιδίου. Εις τον άγιον Ιωάννην του Άργους, εις τον Πρόδρομον εκατόν γρόσια, εις τον άγιον Γεώργιον του Ναυπλίου πενήντα γρόσια και πενήντα εις τον άγιον Σπυρίδωνα δια να με μνημονεύουν τον αρματωλόν. Να δώσης, ω αγαπητή μου γυναίκα και σαράντα γρόσια της χήρας κρητικιάς όπου είναι εις το σπίτι του Ναυπλίου, και άλλα σαράντα της άλλης κρητικιάς όπου έχει το κοριτζάκι. Να μεράσης εις τους πτωχούς και εις τα ορφανά πεντακόσια γρόσια, και αν δύνασαι και χίλια, να με ενθυμείσαι συχνά, και δις της εβδομάδος να διορίζης να λειτουργούν υπέρ της ψυχής μου, ή καν μιαν φοράν, αν δεν δύνασαι δύο.
Να λάβης από τον εξάδελφόν μας Ηλία Δημητρακαράκον ταις πιστόλαις μου και τα ασημένια πατρόνια μου, ταις οποίαις και τα οποία τα πωλείς και δίδεις ευθύς τα όσα γράφω. Να πωλήσης το άτι μου και να δώσης είκοσι πεντάφραγκα εις τον Κ. Νικόλαον Μαυρομάτην, να πληρώσης τον σεΐζη οπού του χρεωστούμεν έξ ή επτά μηνιάτικα. Να πληρώσης οκτώ γρόσια του πεζού οπού είχον στείλη εις την Κόρινθον, τον οποίον γνωρίζει ο Αναστάσης˙ να δώσης και του Κωσταντή του ορφανού οπού έχομεν στο σπήτι εκατόν γρόσια, ή να του βάλης στο διάφορον δια να του αυξήσουν, πλήν ο τόκος να είναι μικρός, και όχι ως συνηθίζουν εδώ. τέλος πάντων τα ψυχικά μου να τα δώσης αμέσως έως ταις εννέα, εβγάζουσα τα ρούχα μου εις την πώλησιν, ή να τα αφιερώσης˙ ρούχα οπού να αχρήζουν την κάθε τιμήν οπού λέγω.
Φιλτάτη μου γύναι, μην καταδεχθής ποτέ δια να με αφήσης στερημένη την ψυχήν μου την αμαρτωλήν, αλλ’ ως γράφω ούτω να κάμης˙ πώλησε το νδουφέκι μου, τα φορέματά μου και δόσετέ τα αμέσως ή αφιέρωσε τα ίδια και οι ηγούμενοι των Μοναστηρίων και οι επίτροποι των εκκλησιών ας τα πουλήσουν. προσέτι σε αφιερώνω εις την θείαν Πρόνοιαν, εις την οποίαν να έχης πάντοτε την προσήλωσίν σου και από την κυρίαν μας Θεοτόκον να ελπίζης, και ποτέ σου να μη θελήσης να ακούσης κόλακας ή υποκριτάς, διότι εγώ σε ομνύω αγαπητή μου συμβία, ότι όλα ταύτα τα του κόσμου είναι μάταια, και εν ω ήμην τώρα εις τα δεσμά τα είδον με τα ίδιά μου ομάτια και εγνώρισα βεβαίως την δύναμιν του Θεού μας, του Χριστού μας και της υπεραγίας μας δεσποίνης, τους οποίους νυχθημερόν να λατρεύης και να δέεσαι δια τον εαυτόν σου, δια την ορφανήν Φωτεινή και δια την τεθλημένην ψυχήν μου. σε αφιερώνω εις την κυρίαν μας θεοτόκον γλυκυτάτη μου συμβία και σε εξορκίζω εις αυτήν να μην υπανδρευθής και μείνη η Φωτεινή εις τους πέντε δρόμους, ή την κτυπά ο άνδρας σου. σε εξορκίζω πάλιν εις την χάριν της να μην υπανδρευθής, αλλά καθώς όταν έπιπτε μεταξύ μας λόγος με ορκίζεσου ότι δεν θέλεις το κάμης ποτέ εάν μοί ακολουθήση θάνατος.
Ιδού λοιπόν τώρα όπου αποθνήσκω και σε παρακαλώ θερμώς και σε εξορκίζω εκ τρίτου εις την κυρίαν μας Θεοτόκον να μην υπανδρευθής, αλλά να σταθής χήρα με σωφροσύνη και τιμιότητα, νηστεία και προσευχή αγαπητή μου γυναίκα, διότι τούτου του κόσμου είναι όλα πρόσκαιρα και μάταια.
Λοιπόν να αναθρέψης καλώς την Φωτεινήν και αν ο θεός θελήση και αποκτήσης και αρσενικόν παιδίον οπού είσαι έγγυος, να το ονομάσης Γεώργιον˙ ή δε και αποκτήσης θυληκόν, να το ονομάσης Γεωργίτζαν και να έχης και όνομά μου τοιουτοτρόπως πάντοτε εις την μνήμην σου. να περιποιήσαι τα παιδία μας, αν σας χαρίση και άλλο ο Θεός και Χριστός μας˙ να φυλάττης την ζωήν τους και να διδάξης τα γράμματα, την χρηστοήθειαν και την ευσχημοσύνην και τιμιότητα˙ να ζης πάντοτε με τον καλοκάγαθον πενθερόν σου και να μη καθήσης μόνη σου, διότι ο κόσμος θα σε επισωρεύση πολλά. τον πενθερόν σου σε αφήνω να σε επιτροπεύη και με την γνώμην και συμβουλήν του να κινάς κάθε πράγμα σου και δουλειά σου.
Ομοίως ας είναι συγχωρημένοι από τον Ιησούν Χριστόν και Θεόν μας ο πενθερός μου και ο θειός μας με όλους τους λοιπούς συγγενείς μας και από εμένα τον αμαρτωλόν και αι ευχαί των ας με συνοδεύσουν.
Πλην αγαπητή μου συμβία να αγαπήσης με αυτούς δια μέσου του πενθερού σου και να φυλαχθής να μη δώσης το προικοσύμφωνόν σου, διότι με αυτό θέλεις περάσης καλώς, θέλεις αναθρεύσεις τα παιδία μας και θέλεις ακολούθως τα προικίσεις. Όθεν ο πενθερός σου να σταθή μαζί με τον συνήγορόν μας Κ. Κλονάρη να κάμετε μιαν φθιάσιν δικαίαν και καλήν, να πληρωθούν τα χρέη, να λάβουν και συνήγοροί μας άλλας οκτώ ήμισυ χιλιάδας γρόσια διότι τους έχω δομένα έως χίλια πεντακόσια πενήντα˙ λοιπόν δια μέσου του πενθερού σου να αγαπήσης και να τα φθιάσης με τους γονείς σου, αλλά πάντοτε να ζης με τον καλοκάγαθον πενθερόν σου, δια να βλέπη και αυτός τα παιδία μας να παρηγορήται ο άθλιος πατήρ ο οποίος εγέννησεν τόσους υιοὐς και δια την πατρίδα τους στερήθη όλους σχεδόν και αδελφούς. Αλλ’ ας χαίρη διότι τους στερείται ενδόξως και όχι κατησχημένως \\ να ζης μαζί του, διότι τότε θέλει σε υπολήπονται περισσότερον και δεν θέλει σε κατηγορεί ο μάταιος κόσμος˙ και σε εξορκίζω να το κάμης. προσέτι σε ορκίζω ώστε αμέσως να στείλης το σπαθί μου το φράγγικον, οπού αξίζει έως τριάντα τάλληρα εις τον πατέρα ή εις την μητέραν, ή αν δεν ζουν αυτοί, εις δυο αδελφούς οπού είχεν ένα παιδί κορωνιοτόπουλον, το οποίον εγώ εσκότωσα χωρίς να θέλω εις τον πόλεμον του Ιμπραήμη εις Αλμυρόν˙ και να το στείλης το σπαθί, διότι είναι πτωχοί δια να με συγχωρήσουν. Προσέτι να δώσης άλλα διακόσια πενήντα γρόσια εις πτωχούς, διότι τα έχω άδικα παρμένα από κάποιους Μεσσηνίους, των οποίων τα ονόματα δεν ενθυμούμεν, και άλλα σαράντα γρόσια εις ένα Καλαματιανόν οπού τον γνωρίζει ο Γιάννος, οπού εψωνίζαμεν εις του Φρουτζάλα.
Το καλόν σπαθί μου, ω αγαπητή μου συμβία και γλυκία, αν κάμης αρσενικόν παιδί να το φυλάξης δια να το έχη˙ ειδέ και κάμης θηλυκόν, να το πουλήσης και να το δώσης δια την ψυχήν μου.» Εξ όλων τούτων οπού γράφω να μη δυνηθή κανένας να αναιρέση το παραμικρόν, αλλά να είναι ως προς τας δοσοληψίας μου αμετάθετα και αμετακίνητα και ως προς τα χρέη μου. όλη δε η άλλη συγύρις του σπητιού μας και ότι περισσεύση από τα ρούχα μου, τα οποία μ΄όλις θα μείνουν τρεις χιλιάδες γρόσια, αυτά δηλ: όσα και αν είναι και όσαι εθνικαί ομολογίαι περισσεύσουν, αυταί και αυτά να είναι της γλυκυτάτης μου γυναικός εις προγαμιαία αυτής δωρεάν. δια δε κληρονομίαν δεν έχω να αφήσω τίποτε εις τα παιδιά μας, αλλ’ επειδή την προίκα οπού έμελε να πάρω εδόθη τοσαύτη ένεκα του (Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγραψα ιδία χειρί ακολουθεί η τρίτη κόλα) ατόμου μου, δια τούτο η γυνή μου η αγαπητή, πρέπει να περιθάλψη τα παιδία μας και να τα προικίσης, ω φιλτάτη μου γύναι, και να τα αγαπάς.
Μη με ξεχάσης ποτέ σου εν όσω ζης, διότι θέλει αδικήσης τον εαυτόν σου και την ψυχήν μου την αμαρτωλήν, την οποία αφιερώ και κρεμώ εις τον τράχηλόν σου, και να δώσης ταχέως τα ψυχικά μου και όσα διορίζω χωρίς άλλο˙ το σάλι το παλαιόν το κόκκινον είναι του μακαρίτου του αδελφού μου Γιάννη, και να το δώσης εις τον άγιον Ιωάννη του Άργους˙ ομοίως να δώσης και δια τον αδελφόν μου τον Ηλίαν τα κόκκινα χρυσά τουζουλούκια και την φέρμελην την κόκκινην την χρυσή δια την ψυχήν του, επειδή και εγώ είχον πάρη ένα ιδικόν του τακίμι˙ να πληρώσης τον μάγειρον έως διακόσια γρόσια οπού είχεν έξοδα δια ημάς εις το σπήτι˙ να δώσης εις την μαγέρισσα ένα τάλληρον διότι το χρεωστώ˙ να λάβης από τον Μαστροσταύρον τα ρούχα οπού είχε κομμένα να με ράψη και να τα δὠσης εις τον κουνιάδον σου τον Δημητράκη, τον αγαπητόν μου αυτάδελφον να τα φθιάση και να τα φορέση˙ να πάρεις και πέντε τάλληρα Γαλλικά οπού έχω δομένα του Μαστροσταύρου. προσέτι να δώσης εις τον Δημήτρη τον ντελάλι τριάντα δύο πεντάφραγγκα Γαλλικά και να λάβης το ωρολόγιόν μου με την άλυσόν του με το μαλαγματένιον κλειδί και βούλα μαλαγματένιαν, το οποίον αχρήζει τρίδιπλα. Τέλος πάντων να δώσης εκατόν πενήν[τα] γρόσια εις τον Ιερέα οπού με εξομολόγησεν, ή το κοντογούνι μου, ή το σάλι μου. Τα δακτυλίδιά μου τα έχω δωμέ\\[να] εις τον κύριον φρούραρχον του Παλαμηδίου, και τα οποία τα παρατώ επάνω του δια να με ενθυμήτε και σεις όλοι οι συγγενείς μου να μη τα ζητήσετε, αλλά να έχητε φιλίαν, επειδή μ’ όλον ότι κάμνει τα χρέη οπού διορίζετο, έδειξε και εις εμέ φιλανθρωπίαν.
Όλα ταύτα οπού γράφω να εκτελεσθώσιν απαραμοιώτως είτι και (;) άλλως να μη δυνηθή να κάμη, και όποιος κάμη αλλέως να έχη τας αράς των οσίων πατέρων, αγίων, αγγέλων και αρχαγγέλων, αμήν. και συ ω αγαπητή μου γυναίκα να φυλάξης σε παρακαλώ θερμώς τα όσα σας λέγω και σας παραγγέλω δηλ: να μην υπανδρευθής, να με ενθυμήσαι και να με λειτουργής , να αγαπάς και να περιποιήσαι τα παιδιά μας, να δώσης ευθύς τα ψυχικά, να κάθεσαι μαζί με τον πενθερόν σας και να αγαπηθής με τους γονείς μας δια μέσου του πενθερού σου και του συνηγόρου μας κ. Κ. Κλονάρη και Κ. Κενταύρου, χωρίς να παραχωρήσης το προικοσύμφωνόν μας, αλλά να πάρης το τρίτον και της πενήντα πέντε χιλιάδες γρόσια, τα εισοδήματα δια να πληρώσης οπού χρεωστούμεν. Εάν κάμης διαφορετικώτερα, να γίνω βάτος να σε πιάσω και να σε κρίνω εις τον άλλον κόσμον.[12] συγχωρήσατέ με όλοι σας εμέ τον αμαρτωλόν και ο πανάγαθος Θεός να σας χαρίση όλα τα αγαθά, αμήν. ώστε και παρ’ εμού συγχωρημένοι.
(Σ. Β. Κουγέα, Η Διαθήκη του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Πελοποννησιακά, Τόμος Ά, 1956).
[1] Συλλογή: Γ. Γιαννούση – Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.
[2] Ο Δ. Θ. Καμαρινός δεν τους αναφέρει ποτέ με τα ονόματά τους!! Τον μεν Γεώργιο Μαυρομιχάλη τον αποκαλεί «Κεχαγιάμπεη» τον δε Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη «Μουσταφάμπεη». Το 1908 που έγραψε το άρθρο ο συγγραφέας ίσως είναι πολύ νωρίς γι’ αυτόν και την εποχή του να περιγράψει με «ουδετερότητα» τη δολοφονία του Κυβερνήτη και τους δολοφόνους του.
[3] Η βόμβα σώζεται ακόμη εις την Δυτική Εκκλησία και ευρίσκεται εκεί όπου και έπεσε.
[4] Εις τον κατάλογο του εκ των αρχηγών της Φιλικής Εταιρείας Παναγ. Σέκερη, φέρεται εγγεγραμμένος με αύξ. Αριθμ. 69 ως Μπεϊζαδές Μαυρομιχάλης, υιός του Μπέη της Μάνης, σπουδάζων εις την Κων/πολιν, χρόνων 20, 28 Ιουλίου 1818.
[5] Ο Μακρυγιάννης εις τα απομνημονεύματά του (τ.2 σελ.273) γράφει για το οικονομικό αδιέξοδο που περιήλθαν οι Μαυρομιχαλαίοι λόγω των καταδιώξεων του Καποδίστρια: « …τους πλάκωσαν οι δανειστές τους, τους γύρευαν το δικό τους. Δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε…»
[6] Η γυναίκα του Γιωργάκη Μαυρομιχάλη, Διαμαντούλα, ήταν κόρη του Σωτήρη και ανιψιά του Πανούτσου Νοταρά. Ήταν επίζηλη νύφη λόγω της ομορφιάς της και του πλούτου της. Την είχε ερωτευτεί ο γιος του Θ. Κολοκοτρώνη Γενναίος όπως αναφέρουν και ο Φωτάκος ( Απομνη. τ. Γ΄σελ΄402) και ο Μακρυγιάννης ( Απομν.Τ.2 σελ. 107και 110). Έτσι το 1824 είχε παρατήσει τα στρατιωτικά του καθήκοντα για χάρη της Διαμαντούλας. Αυτή όμως αντί του Γενναίου Κολοκοτρώνη που τον έβρισκε κοντό και άσχημο, προτίμησε το Γιωργάκη Μαυρομιχάλη για την ομορφιά και την παλικαριά του. Βέβαια, οι Νοταραίοι την εποχή εκείνη απειλούντο από μισθοφόρους Ρουμελιώτες και Αρβανίτες που λόγω καθυστερήσεως των μισθών τους απειλούσαν να αρπάξουν την περιουσία των Νοταραίων οι οποίοι ήταν διαχειριστές των δημοσίων προσόδων στην Κορινθία. Γι’ αυτό επεδίωξαν να ενισχύσουν την δύναμη στην οικογένεια τους, συγγενεύοντας με την πανίσχυρη τότε οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Έτσι, εκτός της Διαμαντούλας και η οικογένεια των Νοταραίων προτίμησαν τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη αντί του Γενναίου Κολοκοτρώνη
[7] Από ευγνωμοσύνη προς τον Φρούραρχο Κάρπο Παπαδόπουλο, για την «φιλανθρωπία του που έδειξε και εις εμέ» του δώρισε το δαχτυλίδι του.
[8] Μνήμων λεγόταν τότε ο Συμβολαιογράφος. Ο Καποδίστριας στις 11/2/1830 με το υπ’ αριθ. 67 ψήφισμα αντικατέστησε τον από Φραγκοκρατίας υφιστάμενο τίτλο και θεσμό του «Νοτάριου» με το αρχαίο Ελληνικό «Μνήμων». Ίσχυσε μέχρι το 1835 όταν αντικαταστάθηκε με τον « Οργανισμό των Συμβολαιογράφων» που θέσπισε η Αντιβασιλεία του Όθωνα. Από τότε επεκράτησε ο τίτλος και το αξίωμα του « Συμβολαιογράφου».
[9] Ο ίδιος Συμβολαιογράφος Χαράλαμπος Παπαδόπουλος 10 χρόνια αργότερα θα συντάξει την Διαθήκη του Θ. Κολοκοτρώνη. Το αρχείο του ευτυχώς βρίσκεται στο Τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
[10] Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ». Ιστορικά σημειώματα 16/11/1932. Δ. Γατόπουλος. Ο Δ. Γατόπουλος είναι αυτός που έγραψε την Ιστορική Μονογραφία « Περί τον Καποδίστρια».
[11] Λίγη ώρα πριν την εκτέλεση του του «εχαρίσθη ο ακρωτηριασμός» του δεξιού χεριού του, από τον «αδελφόν του υψηλοτάτου θύματος». Τα σχόλια είναι του Σ.Β. Κουγέα « Η διαθήκη του Μαυρομιχάλη».
[12] «να μην υπανδρευθής», αφήνει τελευταία επιθυμία και εντολή ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης στη σύζυγό του Διαμαντούλα. Και το επαναλαμβάνει πολλές φορές, της θυμίζει τους όρκους της αν ποτέ ερχόταν ο θάνατός του, αλλιώς την απειλεί «θα γίνω βάτος να σε πιάσω… ». Δεύτερο παιδί η γυναίκα του δεν του έκανε. Δεύτερο γάμο όμως έκανε λίγα χρόνια μετά με τον αδελφό του δικηγόρου του τον Χριστόδουλο Κλωνάρη. Μαζί του δεν έκανε παιδιά. Μετά το θάνατό του η Διαμαντούλα το 1849 παντρεύτηκε για τρίτη φορά έναν πολύ νεότερό της άσημο δάσκαλο. Ο ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου γράφει στην επιφυλλίδα της «Καθημερινής», 24 -6-1949: «Κατά την ώραν του γάμου οίκοθεν ή υπ΄ άλλων αποσταλέντες, μετέβησαν έξωθεν της εν η ετελείτο ο γάμος οικίας, χυδαίοι τινες, οίτινες βωμολοχούντες έψαλλον: Μια σκουριασμένη κλειδωνιά έχασε το κλειδί της, παντρεύεται η Κλωνάρενα και παίρνει το παιδί της». Πράγματι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης έγινε από τον Άδη εκδικητής βάτος που έπνιξε στην ανυποληψία της εποχής εκείνης την αγαπημένη του σύζυγο.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού στις 4 Δεκεμβρίου, 2010