Γράφει η Δώρα Ν. Αντωνοπούλου
Αγαπημένο ημερολόγιο,
μην με κρίνεις γι’ αυτά που θα σου πω σήμερα, μόνο άκουσέ με προσεκτικά και θα καταλάβεις…
Η δουλειά πολύ με κουράζει.
Και μη με ρωτήσεις ποιά δουλειά… Η εργασία, η απασχόληση εκτός σπιτιού, το τρέξιμο μετά πληρωμής. Αυτό που κάνουμε οι περισσότεροι για τον άρτον ημών τον επιούσιον. Θαρρώ ότι η όλη διαδικασία γίνεται αντίστροφα απ’ ότι θα ‘πρεπε.
Διότι οι πιο πολλοί από εμάς δουλεύουμε πολλές ώρες, με πολλές δυσκολίες και πληρωνόμαστε λίγο. Ξυπνάμε και σκεφτόμαστε τη δουλειά. Κοιμόμαστε και σκεφτόμαστε τη δουλειά στην οποία θα πάμε μόλις ξυπνήσουμε. Δουλεύουμε και ανυπομονούμε να σχολάσουμε και να φύγουμε, μόνο και μόνο για να επιστρέψουμε στον ίδιο τόπο (του εγκλήματος) λίγες ώρες αργότερα.
Και σε ρωτώ: είχε άδικο ο συγχωρεμένος -κι αγαπημένος- που έφτασε στο αμήν και εκλιπαρούσε όχι “άλλο κάρβουνο“;
Θα μου πεις, όλοι το ίδιο υποφέρουμε.
Όχι καλό μου, δεν υποφέρουμε το ίδιο. Υπάρχουν άνθρωποι σε διάφορες γωνιές του κόσμου που δουλεύουν τρεις με τέσσερις ώρες την ημέρα και βγάζουν μερικές χιλιάδες δολάρια, ποσό που τους επιτρέπει να ικανοποιούν απλές, καθημερινές τους ανάγκες: ένα ταξίδι σε εξωτικό προορισμό, ένα πανάκριβο αυτοκίνητο, ένα ταπεινό σπίτι με οκτώ κρεβατοκάμαρες, εννιά μπάνια κι έναν μικρό, καταπράσινο κήπο.
Είναι και κάποιοι άλλοι νεώτεροι, που ξεκίνησαν ταπεινά, λέει, αλλά είχαν έξυπνες ιδέες κι έφτιαξαν δική τους εταιρεία και μέχρι τα τριάντα τους έβγαλαν εκατομμύρια δολάρια, ποσό που τους επιτρέπει να μην δουλεύουν κάθε μέρα,αλλά να ικανοποιούν απλές, καθημερινές τους ανάγκες: ένα τζετ για να μην υποχρεώνονται από ‘δω κι από ‘κει για τα ταξίδια τους, ένα σπίτι ολόκληρο στρουμφοχωριό και πολλές προσωπικές γνωριμίες με πολιτικούς, με διασημότητες και με τους υπόλοιπους πανέξυπνους της Γης.
Κι έτσι, ενώ πριν απλά είχα νεύρα διότι πρέπει να πηγαίνω κάθε μέρα στη δουλειά, τώρα αισθάνομαι κι εντελώς ηλίθια που δεν έχω κάποια έξυπνη ιδέα την οποία θα προωθήσω, για να βγάζω κι εγώ εκατομμύρια δολάρια ή ευρώ.
Σκεφτόμουν ότι κάτι πρέπει να γίνει. Αλλά ότι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει σύντομα. Όχι τόσο επειδή γερνάω, αλλά επειδή το πρωινό ξύπνημα της κάθε Δευτέρας, τώρα πια θυμίζει βασανιστικό τελετουργικό σε τηλεοπτική σειρά τρόμου.
Αν είναι να γίνω πλούσια, ας γίνω τώρα που ακόμα κρατιέται κι ο Ντάνιελ. (Μην το πεις πουθενά, αλλά ο Ντάνιελ Κρεγκ συνεχίζει να είναι η κρυφή μου φαντασίωση χρόνια τώρα, παρότι έχει πατήσει τα πενήντα και παρά το γεγονός ότι παντρεύτηκε την ξινή και ζουν αγαπημένοι στην Αγγλία).
Αν ήμουν εκατομμυριούχος, ο Ντάνιελ θα ήταν από τους πρώτους VIP που θα φρόντιζα να γνωρίσω. Ίσως στις ιπποδρομίες του Άσκοτ ή σε κάποιον σημαντικό ποδοσφαιρικό αγώνα, δεν είμαι σίγουρη. Βλέπεις, σε κάτι τέτοια eventsσυχνάζει η άλλη ξινή, η Μπέκαμ, με την οποία δεν θα’θελα να έρθουμε μούρη με μούρη και να ανταλλάξουμε χειραψίες και φιλιά, παρόλο που ο άντρας της είναι καλό και καταδεκτικό παιδί…
Τέλος πάντων, αγαπημένο ημερολόγιο,οφείλω να σου εξομολογηθώ τη γκάφα μου. Μέσα στην απογοήτευσή μου για το πως μου τα έχει φέρει η ζωή μέχρι σήμερα, αποφάσισα να βάλω μία αγγελία στην εφημερίδα. Η αγγελία έλεγε τα εξής:
Κυρία νεότατη, εργατική, ομιλούσα τρεις ξένες γλώσσες, αναζητά κύριο με σκοπό τον γάμο. Παιδιά και κατοικίδια ευπρόσδεκτα. Θα προτιμηθούν όσοι δηλώνουν ως διεύθυνση φορολογικής κατοικίας το Μονακό, τα νησιά Κέυμαν και το Λίχτενσταϊν.
Η εφημερίδα συνεργάζεται με τους Monday Times και όπως με ενημέρωσαν οι άνθρωποί της, με μια επιπλέον επιβάρυνση, η αγγελία μου μπορεί να ανέβει στην εν λόγω εφημερίδα του εξωτερικού, την οποία αγοράζει πολύς κόσμος. Για να μην στα πολυλογώ, μέσα σε λίγες ώρες η αγγελία έφυγε από την Ελλάδα και ταξίδεψε στο εξωτερικό…
Μου απάντησαν κάποιοι, με το όνομα ενός πασίγνωστου Ευρωπαίου κροίσου να ξεχωρίζει. Ο υποψήφιος είναι 89 χρονών, με δικές του εταιρίες, ακίνητα και επενδύσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου. Σιγουρεύτηκα ότι ήταν αυτός ο ίδιος όταν συνομιλήσαμε με βιντεοκλίση και μπορώ να πω ότι έχει μια πολύ γλυκιά κι ευχάριστη παρουσία.
Σκέφτηκα μάλιστα πόσο προκατειλημμένοι είμαστε μερικές φορές οι άνθρωποι και πως ακόμα και οι εκατομμυριούχοι μπορεί να νιώθουν μοναξιά και να έχουν ανάγκη από έναν άνθρωπο για να μιλήσουν…
Δεν φανταζόμουν ποτέ αυτό που θα ακολουθούσε…
Λίγο πριν κανονίσουμε την πρώτη μας συνάντηση, ο γλυκούλης ζήτησε μια φωτογραφία μου. Του έστειλα τη φωτό στην οποία φοράω το αγαπημένο μου ροδακινί κραγιόν και περίμενα κάποια θετική αντίδραση σε μορφή μηνύματος.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει:
“Χωρίς ρούχα, σε παρακαλώ. Μόνο με τις γόβες σου”.
Για μια-δυο μέρες κυκλοφορούσα παραμιλώντας και ξεστομίζοντας όλα τα ελληνικά κοσμητικά επίθετα, τα οποία συνόδευαν οι σχετικές, ελληνικές χειρονομίες.
«Ακούς εκεί, ο 90χρονος! Δεν κοιτάει τα χάλια του, θέλει να δει και τις γόβες μου… Ο υπερήλιξ… αλλά, δεν φταις εσύ βρε, εγώ φταίω που ασχολήθηκα!! Βλαμμένε!! Ε, βλαμμένε!!»
Ύστερα,τον θυμό μου διαδέχτηκε το αίσθημα της αποδοχής. Αποδέχτηκα ότι θα συνεχίσω να ζω άσημη, φτωχή και χωρίς το δικό μου τζετ. Το πιο πιθανό είναι, μάλιστα, να συνεχίσω να εργάζομαι μέχρι να πεθάνω ή λίγο πριν. Πολύ που με νοιάζει. Ίσα-ίσα που θα κρατώ το μυαλό μου και το σώμα μου σε φόρμα μέχρι τα γεράματα…
Παρ’ όλα αυτά, σου υπόσχομαι αγαπημένο μου, ότι δεν θα ξαναπαραπονεθώ για τις μαύρες Δευτέρες της ζωής μου ούτε για την δουλειά ούτε για τα χρήματα…
Τουλάχιστον θα συνεχίσω να φοράω τα ρουχαλάκια μου και μπορώ να ελπίζω ότι ο υποψήφιος σύζυγός μου θα μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και χωρίς βοηθητικά αξεσουάρ (βλέπε ακουστικά βαρηκοΐας,περιπατητήρες και μπλέντερ που αλέθει τις τροφές)…