Γράφει η Γεωργία Ουλή
Όποιος έχει γίνει αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας κουβέντας μεταξύ παιδιών ή εφήβων και ισχυρίζεται ότι δεν έχει φρίξει με όσα είδε ή άκουσε, είναι επιεικώς ψεύτης. Κι αν δεν έχει δει, αρκεί μόνο να περάσει μια βόλτα από μια σχολική αυλή οποιασδήποτε βαθμίδας, την ώρα του διαλείμματος. Δεν χρειάζεται να αναφερθούν τα κοσμητικά επίθετα, οι χυδαίες εκφράσεις εν είδει αστεϊσμού και αν μη τι άλλο οι χειρονομίες, που δίνουν και παίρνουν μεταξύ παιδιών/εφήβων.
Πόσες φορές δεν ακούσαμε από τους μεγαλύτερους να λένε “κάθε πέρσι και καλύτερα” ή το διαχρονικό “εμείς στα χρόνια μας δεν τολμούσαμε να μιλήσουμε”. Τι έχει πάει τόσο λάθος που ακόμη και παιδιά δημοτικού δεν μπορούν να αρθρώσουν κουβέντα αν δεν βρισιά ή χυδαιολογία; Παλιότερα, είχαμε το γνωστό “μα…κα” που πεταγόταν ενοχλητικά σαν μπαλάκι του τένις από στόμα σε στόμα. Τώρα, τα διονυσιακά όργια φαντάζουν απλή σχολική εορτή μπροστά στο ευρύτατο υβρεολόγιο που ανεβοκατεβάζουν τα παιδιά και στις ανεκδιήγητες χειρονομίες που κάνουν στο σχολικό είτε στο οικογενειακό περιβάλλον, στο πάρκο, στην πλατεία, ή όπου αλλού. Ειλικρινά, είναι να απορεί κανείς ποιο είναι χειρότερο· ότι τα παιδιά αρχίζουν να χυδαιολογούν από την ηλικία του δημοτικού ή ότι μιλούν με αυτόν τον τρόπο χαριτολογώντας(!) με την παρέα τους; Ή ακόμη περισσότερο το ότι δεν τους καίγεται καρφί αν τους ακούει κάποιος, όποιος κι αν είναι αυτός!
Πάντα υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα, θα πει κάποιος. Ναι, υπήρχαν! Αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Υπήρχαν πάντα οι τύποι, που ήθελαν να “αντιδρούν”, οι οποίοι όμως ήταν τόσο λίγοι σε σχέση με το γενικό σύνολο, που η πλειονότητα τούς έβαζε την ταμπέλα του “περιθωριακού” και έμεναν εκεί. Τώρα ο κανόνας είναι αυτό· να βρίζουν όλοι σαν να μην υπάρχει αύριο. Και από ότι φαίνεται, τώρα τα κορίτσια αρχίζουν να παίρνουν το πάνω χέρι και σ’ αυτό τον τομέα (Μια επίσκεψη την ώρα του διαλείμματος σε σχολική αυλή λυκείου θα σας πείσει!).
Αυτό όμως που αφήνει έκπληκτους πολλούς από εμάς είναι ότι τα πράγματα έχουν περάσει πλέον σε άλλο επίπεδο. Δεν χρειάζεται πια να ξεστομίσει κάποιος τη γνωστή φράση “θα σε γ@$#” εφόσον μπορεί να το δείξει με πράξεις. “Show, don’ttell” που λένε και οι φίλοι μας οι Άγγλοι! Πρόσφατα υπήρξα μάρτυρας σχετικών περιστατικών που διαδραματίζονταν στην αυλή ενός επαρχιακού σχολείου, μέρα μεσημέρι! Συγκεκριμένα, κάποιο μεγαλόσωμο αγόρι προσποιούταν συνουσία εις βάρος ενός πιο μικρόσωμου, με εμφανή τη δυσφορία του δεύτερου, ενώ ταυτόχρονα κάποιο άλλο αγόρι πίεζε με το ζόρι το κεφάλι ενός συμμαθητή του προς το μόριό του, είτε για να αστειευτούν είτε για να υποτιμήσουν ο ένας τον άλλο. Κι όλα αυτά επαναλήφθηκαν αρκετές φορές και από άλλα παιδιά, πάντα από τους πιο μεγαλόσωμους εις βάρος των πιο μικρόσωμων.
Είναι πλάκα; Είναι bullying; Είναι κλασική παιδική/εφηβική συμπεριφορά; Ή μήπως είναι απλώς αλήτες! Ποιο είναι το συμπεριφορικό προφίλ αυτών των παιδιών; Φταίνε οι γονείς ή το σχολείο; Μήπως το ανεξέλεγκτο σερφάρισμα στο διαδίκτυο; Ή μήπως φταίει η ρημάδα κοινωνία θα πει κάποιος ο οποίος δεν γνωρίζει το παιδί που βρίζει, που χειρονομεί, που μιμείται ασελγείς πράξεις με μαεστρία έμπειρου πορνοστάρ (ακόμα κι αν το ίδιο παιδί δεν ξέρει ακριβώς τι είναι αυτό που κάνει);
Αυτός όμως, που γνωρίζει το παιδί, που το έχει παρηγορήσει όταν έχει κλάψει, που το έχει δει να μεγαλώνει λίγο λίγο, που το αναγνωρίζει ως καλό παιδί και ως τέτοιο το συμπονά, τι θα πει; Γιατί είναι αλήθεια πως τα ίδια παιδιά που βρίζουν και χειρονομούν είναι τα ίδια παιδιά που φοβούνται, αγχώνονται από την ανάγκη για αποδοχή, στρεσάρονται από τις σχολικές απαιτήσεις, «βραχυκυκλώνουν» από τα σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, από τις προστριβές, την πίεση που δέχονται και όλα τα γνωστά άλλα.
Τι μπορούμε να κάνουμε ως κοινωνία τώρα που η συμβουλή “να προσέχεις τις κακές συναναστροφές” ουσιαστικά δεν έχει ρεαλιστικό αντίκρισμα; Η κακή συναναστροφή είναι η πλειονότητα, κι αν θες να ταιριάξεις, πρέπει να μοιάσεις. Άρα, να πέσεις στο επίπεδο αυτών που κάνουν όλα τα παραπάνω. Ως πού όμως πρέπει να φτάσει το παιδί προκειμένου να «ανήκει» κάπου. Πώς θα ανεβεί το επίπεδο των περισσότερων “ατίθασων” παιδιών, αντί να κατεβαίνει συνεχώς το επίπεδο των πολύ λιγότερων “πειθαρχημένων” παιδιών, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που μοιάζει να είναι χαμένη από χέρι;
Ίσως τώρα όσο ποτέ μοιάζει επιτακτική η ανάγκη να αναλάβουμε εμείς την ευθύνη για το παράδειγμα που δίνουμε, για να αναλάβουν και τα παιδιά τη δική τους. Ας κάνουμε το καλό κι αυτό -ακόμη κι από το πάτο του γιαλού- κάποια στιγμή θα λάμψει. Ειδάλλως, το βαρέλι δεν θα ’χει πάτο…