Στο Ναύπλιο του 1829, οι ξένοι αξιωματικοί των πολεμικών πλοίων θέλησαν να προσφέρουν στον Καποδίστρια και τους προκρίτους έναν αποκριάτικο χορό. Πήραν την άδεια και έστησαν επάνω στο μεγάλο προμαχώνα του οπλοστασίου μια ξύλινη παράγκα.
O Κυβερνήτης, αφού φτιάχτηκε η αίθουσα, έκρινε πως πρώτος αυτός και οι ελληνικές αρχές θα έπρεπε να δώσουν χορό προς τιμήν των ξένων. Κάλεσε τους προκρίτους της πόλης και τους είπε: “Είμαι υποχρεωμένος να δώσω ευρωπαϊκό χορό, παρόλο που τον θεωρώ αταίριαστο προς τα ελληνικά ήθη. Προσέξτε όμως να τηρήσετε τις οδηγίες που θα σας δώσω: Στις 9 το βράδυ θα έρθουν οι ξένοι στο χορό. Έπειτα από μισή ώρα θα έρθω και εγώ και θα μείνω ακριβώς δύο ώρες. Μισή ώρα από τη στιγμή που θα φύγω θα πάρετε όλοι τις οικογένειες σας και θα φύγετε και εσείς. Δεν θα μείνετε περισσότερο…“.
Την επομένη του χορού, ο Καποδίστριας πληροφορήθηκε ότι οι καλεσμένοι του είχαν μείνει ως την αυγή για το χατήρι των θηλυκών συνοδών τους, που ήθελαν κι αυτές να κάνουν το χατίρι των ξένων αξιωματικών. Και μάλιστα των πιο άξιων στα …χοροπηδήματα! Αυτό λύπησε πολύ τον Kυβερνήτη.
Ύστερα από λίγες ημέρες, επιτροπή από προκρίτους ζήτησε από τον Καποδίστρια άδεια να δώσουν και αυτοί χορό. Εκείνος αρνήθηκε. Τόσο ζωηρή ήταν όμως η επιθυμία των προκρίτων για γλεντοκόπημα που έπεισαν τους ναυάρχους των ξένων δυνάμεων να διοργανώσουν εκείνοι χορό ανταποδόσεων.
Ο Καποδίστριας πήγε πάλι για δύο ώρες αφού πρώτα έκανε παρόμοιες συστάσεις. Ο χορός όμως κράτησε ξανά ως τα ξημερώματα. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης σημειώνει: “Και κάμποσα σκάνδαλα γίνανε με τις Αναπλιώτισσες και τις Αναπλιωτοπούλες”.
Αφού είδε ο Κυβερνήτης πως οι Ναυπλιώτες ήταν αδιόρθωτοι, ζήτησε από τους ναυάρχους να χαλάσουν την παράγκα που γίνονταν οι χοροί γιατί τάχα ήθελε να διορθώσει τον προμαχώνα.