Γράφει ο Γιώργος Γιαννούσης,
οικονομολόγος–πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας & Πολιτισμού
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού (argolikivivliothiki.gr)
Το βιβλίο «Αναπλιώτικα» του Αντώνη Αναπλιώτη, εκδόθηκε στην Αθήνα το 1958, εφτά χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή. Είναι μια υπέροχη έκδοση που επιμελήθηκαν οι φίλοι του λογοτέχνες Σπύρος Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Τσουκαντάς, και Νίκος Δεληβοριάς.

Ο Αναπλιώτης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αντώνη Λεκόπουλου, που γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1888 και πέθανε στη Αθήνα το 1951, υπήρξε ένας μοναδικός βάρδος που ύμνησε και τραγούδησε την Αργολίδα και ιδιαίτερα την πατρίδα του, το πολυαγαπημένο του Ανάπλι. Και είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που οι φίλοι του τονίζουν στη εισαγωγή του στο βιβλίο, ότι «σπάνια ποιητής αγαπήθηκε τόσο πολύ από το λαό όσο ο Αναπλιώτης». Και όχι μόνο από τους συμπολίτες του, που του έστησαν την προτομή του στον περίβολο της Δημοσίας Βιβλιοθήκης Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης», αλλά και οι άνθρωποι της τέχνης και της επιστήμης τον αναγνώρισαν καθολικά ως μεγάλο Έλληνα λυρικό ποιητή και συγχρόνως λαϊκό υμνητή – τραγουδιστή της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Ζώντας μακριά από το Ανάπλι του, ήταν ανώτερος κρατικός λειτουργός και υπηρετούσε στην Αθήνα, η αγάπη και η νοσταλγία για την πατρίδα του, οδήγησαν το μοναδικό ταλέντο του να περιγράψει τις αναμνήσεις του υμνώντας και τραγουδώντας τα παλιά ξέγνοιαστα νεανικά του χρόνια, τις ομορφιές της πόλης του, τους ανθρώπους, όχι μόνο τα γνωστά ή συγγενικά του πρόσωπα, αλλά και κάθε ιδιαίτερο, μοναδικό, αλλιώτικο ή γραφικό, τα ήθη και έθιμα, τα πανηγύρια και τις γιορτές, τις λύπες και τις χαρές, τους έρωτες και τους καημούς, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, που ξεχειλίζει από συναίσθημα και λυρισμό.
Για το γειτονικό Άργος, ο Αντώνης Αναπλιώτης, με πολύ αγάπη και νοσταλγία, θυμάται και τραγουδά τις γυναίκες του Άργους τις όμορφες, «τις καλοφτιαγμένες και κοσμοξακουσμένες», τους άνδρες με τα μάγκικα τραγούδια τους, τους χορούς και τα γλέντια, τα πανηγύρια με τους υπέροχους λαϊκούς μουσικούς, ένα Άργος που φαντάζει μέσα από τις περιγραφές του λεβέντικό και εργατικό και συγχρόνως μερακλίδικο, γλετζέδικο και ερωτικό.
Ας απολαύσουμε πέντε ποιήματα – τραγούδια αφιερωμένα στο Άργος, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του τα «Αναπλιώτικα», για να τον γνωρίσουν και οι νεώτεροι Αργείτες. Και ίσως να τους βοηθήσουν τα τραγούδια αυτά να γνωρίσουν καλύτερα το Άργος των πατεράδων και των παππούδων τους και να αγαπήσουν και αυτοί σήμερα την πόλη τους, τόσο, όσο και ο Ναυπλιώτης ποιητής.
ΑΡΓΕΙΤΙΚΟ
Ο Μπίρμπος κι’ ο Νταή – Αρματάς,
Με κλαριτζή το Φέκα,
Τραγούδησαν στην Κοτσινιά,
Τσ’ ακούστη στη Χαλιέπα!…
Ρεμπούμπλικες, ψηλά – στραβά
– Κλαρίνο Αργείτικον – χαβά –
Μουστάκες ξαγριεμένες
Και «πατατούκες» στόνα τους
Μανίκι, φορεμένες !…
– Ζουνάρες – κρεμασμένες…
Ο Μπίρμπος κι’ ο Νταή – Αρματάς,
Με κλαριτζή το Φέκα,
Τραγούδησαν στην Κοτσινιά,
Τσε τα’ ακούσε η Χαλιέπα,
Για μιάν Αργείτισσα γλυτσά
Νταρντάνα και δουλιεύτρα…

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ
(Mιά φορά κι’ έναν καιρό…)
Eις μνήμην Σαρδέλλη – Νίνου – Μπουμπούκη, παληών αμαξάδων Του Άργους, που μετέφεραν την Παιδική ψυχή στο «πανηγύρι!»…
– Άϊντες!.. Να ιδής τις νειόπαντρες,
Στ’ Άργους το πανηγύρι…
– Κιλίμι ασημοπότηρο,
Γυαλί, μαλλί, μπακίρι
Λάμπα, καθρέφτη, εικόνισμα,
Μύλο, λιβανιστήρι,
– Άϊντες!.. να ιδής τις νειόπαντρες,
Στ’ Άργους το πανηγύρι…
Και μιά μικρή, μιά νειόνυφη,
Αργείτικο καμάρι,
– Ψηλά – στραβά το φέσι της,
– Η φούντα του, ως τη μέση της –
Κι’ ασίκικο «μπουμπάρι»*,
Και μιά μικρή, μιά νειόνυφη.
Μιά μικροπαντρεμένη,
Στο πανηγύρι μπαίνει…
Κρατάει το νηό – το ταίρι της,
– Στο χέρι του το χέρι της –
Πυρρή και ξαναμμένη,
(Μικρούλα και πρωτόβγαλτη
Στο πανηγύρι μπαίνει…)
Και γουρνοπούλα Άργείτικη,
Ροδοκοκκινισμένη,
– Μαστόρικα ψημμένη,
(Η κοσμοξακουσμένη !…)
Μυρίζει της – μυρίζει της,
Και στέκει ζαλισμένη,
Ως ναν της φέρουν το «μεζέ»•
Γιατ’ είναι… γκαστρωμένη…
* Μπουμπάρι: Παραδοσιακός πικάντικος μεζές. Είναι λουκάνικο με γέμιση κρέας μοσχαρίσιο ή αρνί ή κατσίκι και τα εντόσθια του, εκτός από το συκώτι.
ΣΤΗ «ΣΟΥΣΤΑ» ΤΗΝ ΑΡΓΕΙΤΙΚΗ…
Στη «σούστα» την Αργείτικη
– Άργος – Άργος –
Στη «σούστα» την καμπίτικη,
– Κάμπος – κάμπος –
τη «μέγκλα* – μερακλίτικη»•
– Καθρέφτες μ’ αγγελάκια –
Ζουγραφιστά, πολύχρωμα,
Του κάμπου λουλουδάκια,
Και με τα χρυσοκόκκινα
στις ρόδες της «παρμάκια»,
Στη «σούστα» την Αργείτικη
– Τη «μέγκλα – μερακλίτικη»,
Νά ξανακαβαλλήσω,
Κανονικό κι ανάλαφρο
Κουδούνι ν’ αγροικήσω
Με της αυγούλας τη δροσιά,
– Κορδέλλα – πέρα ή δημοσιά,
Να σιγοτραγουδήσω…
Στη «σούστα» την Αργείτικη
– Βλάγκα φοράδα**
(Φέλπα ή γυαλάδα!)***
Λεβεντιά κι’ ωμορφάδα
(Το βελουδένιο σου πετσί,)
Πως να σηκώση καμουτσί;
– Στράκες,**** μονάχα, αράδα…
– Γκέμι – γερό!
– Σούζες – σωρό!
– Τρέκλες – Χορό!
– Βλάγκα – φοράδα,
(Ομήρου Ιλιάδα…)
Με μπάσταρδο πουλάρι
Καμπίσιο θρεφτάρι
– Καμπίσιο βλαστάρι!
Του κάμπου καμάρι.
Στη «σούστα» την Αργείτικη
– Άργος – Άργος –
τη «μέγκλα – μερακλίτικη»•
– Κάμπος – κάμπος –
Στου χρόνου τα γυρίσματα,
Για τα καλωσωρίσματα,
Σούς «μπάγκους» – στα καθίσματα –
Αργείτικα κιλίμια
Στο καμουτσί, στα γκέμια της
Αργείτικα «τσαλίμια…»
* Μέγκλα: Μάγκικη λέξη που εννοεί το άριστο, το πολύ καλό.
** Βλέγκα: Λέξη στην Κύπρο. Εννοούν το πολύ θερμό κλίμα, την ζεστή ατμόσφαιρα.
*** Φέλπα ή γυαλάδα: Ιταλική λέξη για το μαλακό ύφασμα με τη βελούδινη υφή.
**** Στράκα: Ξερός διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν κτυπάς το καμουτσίκι στον αέρα.

ΤΟ ΤΟΥΜΠΟΥΡΛΟΥ
«Τουμπουρλού μωρή,
Το σαλβάρι* σου,
Στρογγυλό παχύ,
Το ποδάρι σου».
Τουμπουρλού μωρή
Τουμπουρλού μωρή
Μπήκε η Αποκρηά,
Στρώσανε οι χοροί,
Τουμπουρλού μωρή…
Του Φέκα το κλαρίνο,
Κανείς δεν το βαρεί,
Τουμπουρλού μωρή
Του Μπόγια το ζουνάρι,
Κανείς δεν το φορεί,
Τουμπουρλού μωρή…
Του Μπόγια, του Μπεκιάρη**
– Άργείτη μακελλάρι –
Ο Χάρος χάρισέ του,
Λεπίδα κοφτερή,
Τουμπουρλού μωρή…
Κι’ έκοβεν ανθρώπους
(Χρόνια καί καιροί)
Τουμπουρλού μωρή…
Τ’ Αργείτικο μαχαίρι,
(Δεν το πιάνει χέρι)
Βγήκε απ’ το θηκάρι
Κι’ άσπλαχνο βαρεί,
Τουμπουρλού μωρή…
Ο Μάνος ο Καλλέργης,***
Άγάπησε Κορώνα,
Βασίλισσα, γοργόνα,
Να ζήση δεν μπορεί,
Τουμπουρλού μωρή.
Και παλαβωμένος,
Στα σοκάκια του Άργους
Κλαίει και καρτερεί,
Τουμπουρλού μωρή…
Τα κορίτσια του Άργους,
Τα καλοφτειασμένα,
Κοσμοξακουσμένα,
Τ’ Άργους οι χοροί,
Τουμπουρλού μωρή…
* Σαλβάρι: Περσική λέξη. Φαρδιά γυναικεία παντελόνα που φορούσαν παλιά οι χωρικές.
** Μπεκιάρης: Παλαιός δήμιος εξ Άργους.
*** Καλλέργης: Ο εραστής της αυτοκράτειρας Ευγενίας.
Ο ΓΙΑΛΕΛΗΣ
Ο Γιαλελής ο Κίτσος,
Καρίπης αμαξάς,
Κι’ ο κλαριτζής ο Γιώργης
Ο Καραμουτζάς,
Το βλάγχο τον ανέμη,
Το βλάγκο τον ασίκη,
Πού δεν σηκώνει γκέμι,
Δεν παίρνει καμουτσίκι,
Τον ζέψανε στη σούστα,
Στη φτεροσούστα τους,
Και βγήκανε στην τσάρκα,
– Αμάν, και διπλοστράκα –
Και βγήκανε να κάνουν
Στ’ Άργος τα γούστα τους.
Ο Αραμπάς περνάει,
Κι’ ο αραμπατζής τρελλός
Φεύγατε Αργειτοπούλες,
Να μη σας πάρη ομπρός…
Τα μάγκικα τραγούδια,
– Της λεβεντιάς λουλούδια –
Τα μάγκικα τραγούδια
Τ’ αποκρέψανε,
Πέντε – έξη μπαγλαρώσαν
Κάνα – δύο μαχαιρώσαν
Και… ξεζέψανε…