Ιστορικά

Η σφαγή στο Άργος από τους Γάλλους (4-1-1833) με αφορμή ένα κείμενο του Δ. Βαρδουνιώτη (του Γ. Γιαννούση)

Γράφει ο Γιώργος Α. Γιαννούσης, Οικονομολόγος, Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού

Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού (argolikivivliothiki.gr)

 

Τον Ιανουάριο του 1833 ένα μέρος του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος που είχε παραμείνει στην Ελλάδα, και λίγο πριν έρθει ο Όθωνας και οι Βαυαροί στη χώρα, διαπράττει μια μοναδικής αγριότητας σφαγή στην πόλη του Άργους. Περισσότεροι από 250 πολίτες σκοτώνονται μέσα σε  4 ώρες, από τους Γάλλους στρατιώτες στην πόλη. Το ιστορικό γεγονός ξεχάστηκε ιδιαίτερα από την ίδια την πόλη. Ελάχιστες αναφορές έχουν γίνει και η σχεδόν πλήρης απουσία αναλύσεων[1] συνέτεινε στη λήθη!

Τα τελευταία χρόνια η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα γεγονότα της εποχής εκείνης έδωσε τη δυνατότητα να δημοσιευτούν στον τοπικό κυρίως τύπο διάφορα δημοσιεύματα και να ξεκινήσουν συζητήσεις. Τι ακριβώς έγινε την ημέρα εκείνη; Ποιες ήταν οι αφορμές της σύγκρουσης; Ποια πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις της σύγκρουσης; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να απαντηθούν με απλουστευτικές ιδέες και θέσεις αλλά με σοβαρή έρευνα. Όμως, όπως και σε πολλά άλλα θέματα, λείπουν απελπιστικά οι πηγές για το σύγχρονο Άργος, γεγονός που δυσκολεύει μια σοβαρή εξέταση της σύγχρονης ιστορίας του και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ανεύρεσης τεκμηρίων.

 

Βαρδουνιώτης Δημήτριος

Στην προσπάθεια ανακάλυψης τέτοιων τεκμηρίων παρατήρησα πως υπήρχαν κάποιες αναφορές σε ένα κείμενο του Αργείου ιστορικού Δημητρίου Κ. Βαρδουνιώτη για το θέμα αυτό. Το ενδιαφέρον μου για το συγκεκριμένο κείμενο έγινε ακόμη εντονότερο όταν διάβασα το αφιέρωμα του λογοτέχνη Δημ. Φωτιάδη[2] για τη σφαγή του Άργους στην Επιθεώρηση Τέχνης[3].

Το ενδιαφέρον αφιέρωμα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο υπό αναζήτηση κείμενο του Δημ. Βαρδουνιώτη το οποίο, μετά από κοπιαστική αναζήτηση βρέθηκε και έφτασε στα χέρια μου. Πρόκειται για το κείμενο με τίτλο «Η εν Άργει σφαγή» που δημοσιεύτηκε το 1891 στο περιοδικό «Παρνασσός», σε 7 συνέχειες (από τον τόμο ΙΔ) και με έκταση 32 περίπου σελίδων[4]. Το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί μια σημαντική πηγή πληροφοριών και εξέχουσα ανάλυση των γεγονότων για δυο κυρίως λόγους.

  1. Παρότι το συνολικό έργο του σπουδαίου ιστορικού δεν μας είναι γνωστό, στα μέχρι τώρα δημοσιευμένα έργα του αναγνωρίζουμε την επιστημονική μεθοδολογία του και την προσπάθεια αμερόληπτης προσέγγισης των γεγονότων, καθώς επίσης και την επιμονή του στην κατάθεση κάθε σχετικής με το εξεταζόμενο θέμα λεπτομέρειας και πληροφορίας.
  2. Ο Δημήτριος Κ. Βαρδουνιώτης δεν βρίσκεται χρονικά μακριά από τα γεγονότα. Το δημοσιευμένο κείμενό του στον «Παρνασσό» είναι του 1891, δηλαδή μόλις 58 χρόνια μετά τα γεγονότα. Με μεγαλύτερη ευκολία επομένως βρίσκει πηγές πληροφόρησης, γεγονός που του επιτρέπει να τις χρησιμοποιεί στην παρουσίαση και ανάλυσή του γι’ αυτά.

Πράγματι, το κείμενο του Δ. Κ. Βαρδουνιώτη μας δίνει μια συνολική εικόνα των στοιχείων που συνθέτουν την κατάσταση πριν και μετά τη σύγκρουση με τρόπο αναλυτικό και κατά το δυνατόν αντικειμενικό παρά τον ρομαντισμό ο οποίος, μερικές φορές, υπεισέρχεται στο κείμενο μειώνοντας τη σημασία της μεθοδολογίας που ακολουθεί. Για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου, θα παρουσιάσω συνοπτικά τα βασικά στοιχεία της παρουσίασης που επιχειρεί ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης.

Σημειώνει τις δράσεις των αλληλοσπαρασσόμενων πολιτικών κομμάτων (φατριών) που είχαν μετατρέψει την Πελοπόννησο, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, σε πεδίο εμφυλίων συγκρούσεων ενώ αναμενόταν στο Ναύπλιο ο νεαρός βασιλιάς Όθωνας.

Περιγράφει την κυριαρχία του Κωλέττη και της γαλλικής φατρίας με τη βοήθεια του γαλλικού στρατού και την απαξία του Θ. Κολοκοτρώνη και των οπλαρχηγών του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, που έπρεπε να εμφανιστούν ως επικίνδυνοι στο νεαρό βασιλιά και στην αντιβασιλεία.

Παραθέτει με επιμέλεια τα γεμάτα ψεύδη δημοσιεύματα των φιλογαλλικών εφημερίδων του Ναυπλίου και της Ύδρας, ώστε να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο εκείνες παρουσιάζουν τα γεγονότα.

Σοφία Καλλέργη

Κυρίως, όπως ήδη σημείωσα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις μαρτυρίες εκείνων που έζησαν τα γεγονότα ώστε να αποδώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα και αμεροληψία το πλαίσιο των τραγικών γεγονότων. Μεταξύ αυτών των μαρτυριών και εκείνη της Σοφίας Καλλέργη,  συζύγου του Δημητρίου Καλλέργη, η οποία το 1891 ήταν 88 ετών και διέμενε ακόμη στην οικία της στο Άργος[5]. Από την οικία αυτή, που αποτελεί σήμερα τη δυτική πλευρά του αρχαιολογικού μουσείου της πόλης, ξεκίνησαν τα αιματηρά γεγονότα της σύγκρουσης.

Δεν θα επαναλάβω το σύνολο των θέσεων που παραθέτει ο συγγραφέας για τα γεγονότα αυτά. Θα αρκεστώ στην παρουσίαση των σημαντικών δυο αφορμών που στάθηκαν μοιραίες για τη σφαγή των αμάχων Αργείων τον Ιανουάριο 1833, σχεδόν πριν δυο αιώνες.

 

Η πρώτη αφορμή

Ιωάννης Κωλέττης. Ελαιογραφία, έργο του Dominique Papety. Βερσαλλίες, Εθνικό Μουσείο των Ανακτόρων.

Ο Κωλέττης που με τη βοήθεια των Γάλλων είχε κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, φοβούμενος την αντιπολίτευση ιδιαίτερα από τον Θ. Κολοκοτρώνη, έπεισε το Γάλλο στρατηγό Κορβέ[6] ότι το Άργος ήταν το άντρο των στασιαστών και ότι εκεί «…εξύφαινον συνομωσίαν κατά του γαλλικού στρατού εν Άργει». Για το λόγο αυτό ζήτησε και κατόρθωσε την αποστολή στο Άργος τεσσάρων λόχων, περίπου 750 άνδρες της γαλλικής φρουράς, με δυο τηλεβόλα και επικεφαλής τον ταγματάρχη Νωδ. Επίσης διατάχθηκε από τον στρατηγό Κεχενέκ (Quehenec στο κείμενο Δ. Φωτιάδη) που στρατοπέδευε στο Ναυαρίνο η άμεση αποστολή στο Άργος πέντε επιπλέον λόχων, όλοι τους Κορσικανοί, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Στοφέλ.

Στην πορεία του προς το Άργος ο Στοφέλ συναντήθηκε κοντά στον Αχλαδόκαμπο με τον Δημ. Καλλέργη που τον γνώριζε και αφού τον φίλεψε του ζήτησε να παραδώσει μια επιστολή στη σύζυγό του Σοφία. Λέγεται πως στην επιστολή αυτή ο Δημ. Καλλέργης ζητούσε από την σύζυγό του να φιλοξενήσει τον Στοφέλ στην οικία τους. Όμως η Σοφία Καλλέργη «… δεν έλαβε εγκαίρως γνώσιν» της επιστολής καθώς ο Καλλοσγούρος την έκρυψε και δεν την παρέδωσε:

“Διότι ο Στοφέλ απέστειλε  τον Νικολαΐδη[7] δια να ζητήσει την εκκένωσιν της οικίας κομίζων την επιστολήν του Καλλέργη προς την σύζυγόν του. … Ο Στόφελ αντί να στείλει πρώτον εις την κυρίαν Καλλέργη το γράμμα του συζύγου της, έστειλε ένα απόσπασμα στρατιωτικών για να καταλάβωσι στρατιωτικώς την οικίαν του. Τότε ο Καλλισγούρος… εναντιώθη εις αυτό το απότομο έμβασμα των Γάλλων στρατιωτών.”

 

Δημήτριος Καλλέργης. Φωτογραφία του Γάλλου André-Adolphe-Eugène Disdéri (1819-1890), Παρίσι 1865.

Ο Δημ. Καλλέργης ήταν τότε ταγματάρχης και αρχηγός του ιππικού και στα τέλη του 1832 βρισκόταν με αποστολή στη Λακωνία ως μέλος της «στρατιωτικής επιτροπής». Είχε αφήσει στην οικία του στο Άργος την οικογένειά του με μια φρουρά Κρητών και «…τοποτηρητήν δε και προστάτην του οίκου του τον κάλλιστον αυτού φίλον και πολιτικώς ομόφρωνα», Σπύρο Καλοσγούρο ή Καλλισγούρο:

“Ο Καλοσγούρος ήτον Έλλην, Κερκυραίος, υπολοχαγός του πυροβολικού, ιππότης και λεοντόκαρδος ήρως, εκπαιδευθείς και μορφωθείς άριστα εν Κερκύρα και Γαλλία, υψηλός, 32 περίπου ετών[8] πλήρης ζωής και σφρίγους, πνευματώδης και χαρίεις ην ωραιότατος, ανδρείος, εύγλωτος, και τολμηρός, υπερήφανος δε ψυχή και ευγενεστάτη καρδία. Επί πλέον υπήρξε ο απαράμιλλος λέων της εποχής εν τη κοινωνία του Άργους και του Ναυπλίου και απαραίτητος δι’ όλους τους αριστοκρατικούς γαλλικούς και ελληνικούς χορούς και εσπερίδας, ων ήτο η ακτινοβολούσα μορφή και το σέμνωμα. Εις τοιούτον ιππότην φίλον και πιστότατον και αφοσιωμένον, ο Καλλέργης ενεπιστεύθη την προστασίαν του οίκου του και της ανεκτίμητου και λατρευτής αυτού συζήγου και ο Καλλισγούρος εγένετο ούτως ο ακοίμητος δράκων, ο διαφυλάτων το χρυσούν τούτο μήλον των Εσπερίδων εις το ιερόν άλσος του, έτοιμος πάντοτε και την ζωήν του ακόμη να θυσιάση χάριν αυτού.”

Ο απεσταλμένος του Στοφέλ, Νικολαΐδης, έδωσε στις 3 Ιανουαρίου 1833, την επιστολή του Καλλέργη στον Καλοσγούρο και του μετέφερε την απόφαση του Στοφέλ ότι «απεφάσισε να καταλάβη την οικίαν Καλλέργη δια στρατώνα ή μάλλον δια οικίαν αυτού». Ο Καλοσγούρος όμως τότε «ησθάνθη προπηλακιζόμενον τον πατριωτισμόν και την φιλοτιμίαν του και εξίφθη», απάντησε δε «γενναίως και υπερηφάνως ότι, αφού ο οικοδεσπότης έχει εμπιστευθή εις αυτόν τον οίκον του και απουσιάζει εις ουδένα θα επιτρέψη να παραβιάση το άσυλο της οικίας του Καλλέργη…». Επιπροσθέτως χωρίς να ανοίξει και να διαβάσει την επιστολή την έκρυψε και δεν την παρέδωσε στη Σοφία Καλλέργη. Ο Νικολαΐδης έφυγε να μεταφέρει στον Στοφέλ την άρνηση σε συμμόρφωση της διαταγής του και ο Καλοσγούρος αμπάρωσε αμέσως όλες τις πόρτες της οικίας και ανακοίνωσε την απόφασή του να αντισταθεί «μέχρι εσχάτης θυσίας».

 

Οικία στρατηγού Δημήτρη Καλλέργη (Δεκαετία 1940;)

 

Ο Στοφέλ οργισμένος, διέταξε την κατάληψη της οικίας και ένας λόχος μαζί με σκαπανείς έφυγαν από τον στρατώνα του Άργους που βρισκόταν απέναντι από την οικία Καλλέργη και με μεγάλα τσεκούρια έσπασαν την κεντρική είσοδο της οικίας και μαζί με τον Στοφέλ μπήκαν μέσα και έστησαν τη γαλλική σημαία στον εξώστη της οικίας. Ο Καλοσγούρος έξαλλος μιλώντας στα γαλλικά καθώς ήταν γαλλοσπουδαγμένος, τους εξύβρισε με μεγάλο θάρρος και θράσος και τους απείλησε. Μέσα στο σπίτι την ώρα εκείνη βρισκόταν ο Καλοσγούρος, η Σοφία Καλλέργη, ο αδελφός του Καλλέργη Ιωάννης, ο μικρός γιος του Θ. Κολοκοτρώνη Κολλίνος και 32 Κρήτες στρατιώτες.

Η συνέχεια της περιγραφής από τον Δ. Κ. Βαρδουνιώτη είναι συγκλονιστική καθώς ο συγγραφέας μεταφέρει τη μαρτυρία της ίδιας της Σοφίας Καλλέργη:

“Τότε εν τη μεγάλη αιθούση διεδραματίσθη μεγάλη και φοβερά σκηνή, ην η διάσημος δέσποινα, αυτόπτυς μάρτυς, ακόμη και τώρα διηγείται εν άκρα συγκινήσει και πάσα λεπτομέρεια.

Ο Στοφέλ αγέρωχος και απειλητικός κάθισε σε ένα ανάκλιντρο και ρώτησε ποιος είναι αυτός ο τολμητίας που είχε το θράσος να αντισταθεί στις διαταγές του.

– Εγώ συνταγματάρχα, φώναξε ο Καλοσγούρος και έκανε δυο βήματα μπροστά. Εγώ όστις είμαι ο τοποτηρητής του ιερού οίκου τούτου, ο πιστός φύλαξ της οικογένειας του αρχηγού του ιππικού και φίλου μου Καλλέργη, εγώ, όστις θα την προστατεύσω και δι’ αυτού του αίματός μου». 

– Σιωπή αυθαδέστατε! τον διέκοψε οργισμένος ο Στοφέλ. Όμως ο Καλοσγούρος όχι μόνο δεν εσιώπησε αλλά έξω φρενών του επετέθη φραστικώς στα γαλλικά αποκαλώντας τον βάρβαρον και αναίσθητον, παρά την προσπάθειαν της Σοφίας Καλλέργη να τον ηρεμήσει. Προχώρησε δε ένα βήμα παραπέρα που θα ήταν και το τελευταίο του. Ζήτησε από τον Στοφέλ να κατεβάσει παραχρήμα την Γαλλικήν σημαίαν από τον εξώστη της οικίας, γιατί αλλιώς θα την κατεβάσει αυτός.

– Άφρων εκραύγασε ο Στοφέλ. Όπου εφάνη η Γαλλική σημαία δεν προσεβλήθη αναιμάκτως. Συλλογήσθητι ότι έχεις ειμή 2 μόνον ώρας δια να συνθηκολογήσεις μετά του θείου!”

Αμέσως μετά διέταξε και συνελήφθη ο Καλοσγούρος και αφού αφοπλίσθηκαν οι Κρήτες φρουροί, οδηγήθηκε στη φυλακή του στρατώνα[9]. Συνέλαβαν και τον μικρότερο γιό του Θ. Κολοκοτρώνη, τον Κολίνο, ως όμηρο και το έστειλαν στο Ναύπλιο, ώστε να προλάβουν τυχόν κίνηση του πατέρα του εναντίον τους. Τότε ο Καλοσγούρος έστειλε, με έναν κρητικό φρουρό, την επιστολή του Καλλέργη προς τη σύζυγό του Σοφία.

Σε πολύ λίγη ώρα οι Γάλλοι καταδίκασαν τον Καλοσγούρο σε θάνατο για την αντίστασή του. Το πρωί της επομένης, 4 Ιανουαρίου 1833, η Σοφία Καλλέργη άυπνη και κατατρομαγμένη, μη γνωρίζοντας τι έχει συμβεί, ανοίγοντας το παράθυρό της είδε ένα απόσπασμα Γάλλων στρατιωτών να συνοδεύουν τον Καλοσγούρο, από τον στρατώνα προς το νότιο μέρος της οικίας της.

“Ο ακατάβλητος ήρως, διερχόμενος σταθερώ τω βήματι προ της προσφιλούς οικίας και υπαγόμενος επί σφαγήν, ανέτειλε γαλήνιος την χρυσόκομον κεφαλήν και την συμπαθεστάτην όψιν, είδε μετά συγκινήσεως και πόνου την κυρίαν Καλλέργη και αποχαιρέτισεν αυτήν δια της χειρός, μειδιών, τον ύστατον προς την ερίτιμον και σεπτήν φίλην και στονόεντα χαιρετισμόν της ωραίας και ευγενεστάτης αυτού ψυχής. Η δε κυρία Καλλέργη μη φανταζομένη τον τραγικόν κίνδυνον, εξέλαβε ότι τον υπάγουσιν εις Ναύπλιον και τον αποχαιρέτησεν ωσαύτως, ευχούμενη αυτώ κατευόδιον και καλήν αντάμωσιν. Όταν μετά πέντε λεπτά της ώρας ήκουσεν τους τουφεκισμούς και κατάλαβε ότι ο Καλοσγούρος εκτελέσθηκε[10], ησθάνθη την καταστροφήν, κατελήφθη υπό λυγμών και έπεσε λιπόθυμος και απαραρηγόρητος δια το τρομερό συμβάν και την ανεπανόρθωτον απώλειαν ανεκτιμήτου φίλου και λαμπρού στρατιώτου της πατρίδος και προώρου αποσβεσθείσης ελπίδος χρυσής.”

Δυο ώρες μετά την εκτέλεση του Καλοσγούρου, η Σοφία Καλέργη εγκατέλειψε την οικία της στους Γάλλους και έφυγε στο Ναύπλιο «με τρόμο ψυχής».

 

Η δεύτερη αφορμή

Η εκτέλεση του Καλοσγούρου και η κατάληψη της οικίας του Καλλέργη «κατασυνεκίνησαν την πόλιν του Άργους και πάντες έντρομοι εφαντάζοντο οία ηπείλουν αυτούς δεινά και επίστευον ότι οι Γάλλοι κατέλαβον την πόλιν ως κατακτηταί και δυνάσται».

Τσώκρης Δημήτριος (1796 – 1875). Εξέχουσα στρατιωτική προσωπικότητα του 1821 και κατόπιν βουλευτής Άργους.

Οι Γάλλοι πίστευαν ότι οι οπλαρχηγοί, Τσώκρης, Κριεζώτης που έφτασε στο Άργος από τη Σολυγεία[11] με το στράτευμά του και ο Στράτος «εξύφαινον δήθεν κατ’ αυτών συνωμοσίαν». Κανένας όμως οπλαρχηγός, παρά την δυσφορία τους για την παρουσία των Γάλλων στο Άργος, ουδέποτε σκέφτηκε αλλά ούτε και θα μπορούσε να τα βάλει με την πολυπρόσωπη και καλά οργανωμένη γαλλική στρατιά. Οι φόβοι των Γάλλων ότι απειλούνται, έκαναν τη συμπεριφορά τους σκληρή και βίαιη.

«Ούτως η υπόνομος ήτο πλήρης και σπινθήρ απητείτο δια την έκρηξιν και πυρκαϊάν».

Μετά τον τουφεκισμό του Καλοσγούρου, ο Τσόκρης, ο Κριεζώτης και ο Στράτος, αφού επισκέφτηκαν πρώτα την Σοφία Καλλέργη και έμαθαν τα συμβάντα, μετά συναντήθηκαν με τον Στοφέλ και τον διαβεβαίωσαν ότι οι Γάλλοι δεν έχουν κανένα λόγο να ανησυχούν από αυτούς και ότι την επομένη 5 Ιανουαρίου 1833 θα αναχωρήσουν τα στρατεύματά τους για την Κορινθία.

Αλίμονο όμως γιατί «ο κακός δαίμων της δυστυχούς πόλεως εβυσσοδόμει φρικαλέα»!

Μετά τα χθεσινά γεγονότα, οι άτακτοι στρατιώτες των οπλαρχηγών, επιδεικτικά και απροκάλυπτα έδειχναν την περιφρόνησή τους στους Γάλλους στρατιώτες. Ειδικότερα οι μισθοφόροι Ρουμελιώτες  υπό τον Κριεζώτη και τον Στράτο μη όντες Αργείτες, μαζί με τους συμπατριώτες τους οπαδούς του Θ. Γρίβα με το πλιάτσικο και τις βιαιοπραγίες τους ήταν πραγματική μάστιγα για τον Αργειακό λαό. Από αυτούς ξεκίνησε η δεύτερη μεγαλύτερη αφορμή για το μεγάλο κακό.

Ένας άτακτος στρατιώτης του Κριεζώτη που λεγόταν Σπάρος ή Παφίλας, με καταγωγή από τη Σμύρνη, τα έπινε σε μια ταβέρνα στην περιοχή της Γούβας που βρίσκεται κοντά στην οικία Καλλέργη και τον στρατώνα που στρατοπέδευαν οι Γάλλοι. Παρά το μικρό του ανάστημα, ήταν δυνατός και παράτολμος. Θεότρελο τον έλεγαν όσοι τον γνώριζαν. Τρεις ή τέσσερις Γάλλοι τα έπιναν έξω από την ίδια ταβέρνα. Κάποια στιγμή ο Σπάρος φωνάζει στην παρέα του:

 Ωρέ, ποιος βάνει μια οκά κρασί να του πάρω αυτού του Φραντσέζου εκείνο το κολοκύθι πω ‘χει στο κεφάλι!

 Εγώ! Του απαντά ένας της παρέας του.

Τότε ο Σπάρος εκσφενδονίζει το ποτήρι του στο καπέλο με τα φτερά του Γάλλου στρατιώτη. Αστόχησε όμως λόγω της μέθης του, ενώ κάποιοι είπαν ότι έριξε το καπέλο κάτω στο δρόμο και τον χαστούκισε. Ο Γάλλος στρατιώτης έτυχε να κρατάει στα χέρια ένα πορτοκάλι και το έριξε κατακέφαλα στον Σμπάρο φωνάζοντας την ακαταλαβίστικη λέξη για τους Έλληνες: μπαρούφο[12]«Ναι μπαρούφο! Απαντά ο Σπάρος και πυροβολεί κατά του Γάλλου ανεπιτυχώς ως εκ της κρεπάλης». Αμέσως μετά Γάλλοι και Έλληνες ήρθαν στα χέρια. Οι Γάλλοι λιγότεροι, τράπηκαν σε φυγή και έφτασαν γρήγορα απέναντι στο στρατώνα τους. Ο διοικητής τους φοβήθηκε ότι δέχονται επίθεση και διέταξε γενική συνάθροιση των στρατιωτών. Την ίδια μοιραία ώρα, άρχισε να χτυπά η μεγάλη καμπάνα του μητροπολιτικού τότε ναού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Επρόκειτο για το κάλεσμα των πολιτών του Άργους ώστε να εκλέξουν μια επιτροπή από Δημογέροντες προκειμένου να υποδεχτούν τον βασιλιά Όθωνα. Οι Γάλλοι όμως δεν το γνώριζαν αυτό. Δεν ερώτησαν κανέναν Αργείο γιατί κτυπά η καμπάνα. Πίστεψαν ότι ήταν η έναρξη της εξέγερσης εναντίον τους. Στη μια το μεσημέρι ο Στοφέλ έδωσε τη διαταγή οι στρατιώτες να επιτεθούν  στην πόλη του Άργους:

“Πολυάριθμα και φοβερά τύμπανα και σάλπιγκες ηχηρόταται εσήμαναν το απαίσιον σύνθημα. Ο γαλλικός στρατός εχωρίσθη εις τρεις στήλας με ένα κανόνι η κάθε μια και επέπεσον ακάθεκτοι  κατά της δυσμοίρου πόλεως, ως εξολόθρευτοι δαίμονες και ενέσπειραν εν άκαρει τον πανικόν… Διέχυσαν πανταχού τον θάνατον και την φρίκην.”

 Οι Γάλλοι κατέλαβαν όλες τις πλατείες και τους δρόμους της πόλης και απέκλεισαν κάθε προσπάθεια διαφυγής από αυτήν. Τρομαγμένοι και έκπληκτοι οι Αργείοι είδαν τους Γάλλους στρατιώτες  με μανία να τους δολοφονούν «προφέροντες απαισίαν λέξιν από τα αφρίζοντα χείλη των: μπαρούφο!». Η περιγραφή των γεγονότων από τον Δ. Κ. Βαρδουνιώτη συγκλονίζει. Θα παραθέσω ένα μικρό μέρος της περιγραφής:

Εκανιοβόλουν, ετουφέκιζον, ελόγχευον μετ’ ανηκούστου θηριωδίας. Και φαίνεται μεν η επίθεσις διευθύνετο κυρίως κατά των ατάκτων Ελλήνων στρατιωτών, αλλά επειδή και οι πολίται τότε εν γένει εφουστανελλοφόρουν, ως εκείνοι, εφόνευον πάντας όσους συνήντων αδιακρίτως, στρατιώτας  τε και πολίτας. Έθραυον επί πλέον τας θύρας των οικιών και εισήρχοντο εις αυτάς δια να φονεύσωσι απανθρώπως αόπλους και αθώους. Κατήντησαν να σφάζωσιν οι γεναίοι Γάλλοι και γέροντας και παιδιά και να εκκοιλίσωσι και γυναίκας, οι δε μανιακώτεροι και κύνας και γαλάς ακόμη διελόγχευσαν.”

 Καμία ουσιαστική αντίσταση ή άμυνα δεν έγινε. Ο Τσόκρης κρύφτηκε, ο δε Κριεζώτης μαζί με τον Στράτο πρόλαβε και έφυγε μακριά από την πόλη. Όπως έφυγε και όλος αυτός ο άτακτος στρατός τους, περίπου 800 άνδρες, που σκόρπισαν στα γύρω χωριά του Άργους, αλλά χωρίς να ξεχάσουν το Θεό που λάτρευαν, δηλαδή το πλιάτσικο στις περιουσίες των δύστυχων χωρικών που κατέφυγαν για να σωθούν.

Μια μόνο αντίσταση υπήρξε άξια λόγου: Στο σπίτι του Παναγιώτη Ψάλτη, επιτρόπου του ναού του Αγ. Ιωάννου[13], που βρισκόταν στο τέλος της σημερινής οδού Καραντζά, περίπου 20 άτακτοι «ανδρείοι με πλούσια βαλάντια», οχυρώθηκαν, σκότωσαν δυο Γάλλους και τραυμάτισαν μερικούς άλλους. Οι Γάλλοι έφεραν ενισχύσεις και κανόνι και αφού κατεδάφισαν το σπίτι, τους «κατεκρεούργησαν».

Τέσσερις ώρες διήρκεσε η απάνθρωπη αυτή σφαγή. Σκοτώθηκαν ελάχιστοι άτακτοι στρατιώτες  και περίπου 250-300 αθώοι πολίτες.

Η σφαγή δεν θα σταματούσε αν ο επίσκοπος Άργους Άνθιμος, φορώντας τα επίσημα αρχιερατικά του άμφια, με τον διάκο του να κρατά λευκό μαντήλι σ’ ένα ραβδί, πήγε στον στρατώνα και συνάντησε τον Στοφέλ στον οποίο «εξήγησεν την αθωότητα της σφαζωμένης πόλεως, τον σκοπόν της παρανοηθήσης κωδωνοκρουσίας και τας θηριωδίας των Γάλλων στρατιωτών και επικαλέσθη την δικαιοσύνην και την φιλανθρωπίαν του». Έτσι, πείσθηκε ο Στοφέλ και σταμάτησε τη σφαγή. Σήμαναν οι σάλπιγγες υποχώρησης και οι Γάλλοι στρατιώτες  γύρισαν πίσω στον στρατώνα. Και «επήλθεν η νυξ και εκάλυψε την σφαγιασμένη πόλιν σιγήν και πένθος».

Την επομένη ημέρα 5 Ιανουαρίου 1833, το Άργος πενθούσε και θρηνούσε τα άταφα παιδιά του. Οι Αργείτες «περίτρομοι συνέρρεον προς ανεύρεσιν των απωλολώτων συγγενών και φίλων και τα δάκρια όλων έρρεον ποταμηδόν».

“Νάσουν ν’ ακούσεις κλάματα κι’ αντρίκια μοιρολόγια.”

Οι νεκροί θάφτηκαν χωρίς κηδεία και χωρίς τους συγγενείς τους για τον «τελευταίο ασπασμό»[14]. Οι Γάλλοι του Στοφέλ τα απαγόρευσαν όλα και οι ταφές έγιναν σε ομαδικούς τάφους. Οι περισσότεροι από αυτούς έγιναν στην ΒΔ πλευρά του Ι. Ν. Αγ. Ιωάννου και οι υπόλοιποι στη νότια πλευρά του τότε  υπάρχοντος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου που βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της σημερινής μητρόπολης του Άργους, τον Ι. Ν. Αγ. Πέτρου.

Η ΒΔ πλευρά του Ι. Ν. Αγ. Ιωάννου. Εκεί ταφηκαν τα περισσότερα θύματα της σφαγής.

Οι Γάλλοι «ουδόλως εώρτασαν την άδοξον και ηθικώς Καδμίαν νίκην. Τόση ήτο της πόλεως η κατήφεια ώστε η εύφρων χώρα ωμοίαζε προς ευρύν νεκροταφείον, σιγηλή και πενθούσα». Έτσι, αναγκάστηκαν σε μερικές ημέρες να φύγουν και να επιστρέψουν στο Ναύπλιο.

 

Αντί επιλόγου

4 Ιανουαρίου 1833 – 4 Ιανουαρίου 2023. Έχουν περάσει 190 χρόνια από τη μεγάλη αυτή συμφορά που πέρασε η πόλη του Άργους.

Ποτέ, πουθενά και κανείς, δεν έκανε έστω ένα μνημόσυνο για τους 300 αδικοχαμένους άμαχους Αργείτες, που πήγαν άκλαυτοι και αλειτούργητοι στον άλλο κόσμο. Δεν θελήσαμε ποτέ να μάθουμε τα ονόματά τους, να ορθώσουμε τιμητικά ένα κενοτάφιο, μια αναμνηστική πινακίδα ή, έστω, έναν σταυρό στους δυο χώρους που έχουν ταφεί.

Γιατί έπρεπε να ξεχάσουμε τα γεγονότα αυτά;

Ο Γαλλικός λαός ήταν και είναι φίλος μας και δεν ευθύνεται για τα λάθη Γάλλων και Ελλήνων στρατιωτικών και πολιτικών της εποχής εκείνης. 190 χρόνια είναι αρκετά! Καιρός είναι η αδικία που διαπράχθηκε στους αδικοχαμένους Αργείτες, με τη λήθη των γεγονότων να διορθωθεί.

Είμαι της γνώμης πως το σημαντικό αυτό κείμενο θα πρέπει να τύχει μιας αναστατικής έκδοσης ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό. Δικαίως μπορούμε να αναρωτηθούμε αν τυχαία ήταν μέχρι σήμερα «άγνωστο» στο ευρύ κοινό αλλά και σε όσους/όσες ασχολούνται με την τοπική ιστορία. Θεωρώ πως η ανακάλυψή του και η πρώτη του παρουσίασή, που επιχείρησα παραπάνω, θα βοηθήσει στην καλύτερη γνώση της ιστορίας μας, όσο οδυνηρή και ενοχλητική μπορεί να είναι για ορισμένους, ενώ ταυτόχρονα θα μας διαφυλάξει από τις πλαδαρές και ανιστόρητες παρουσιάσεις που κάθε χρόνο στην επέτειο αυτών των γεγονότων βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Εξάλλου, χρειάζεται να το θυμίσω με την ευκαιρία αυτή, η Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού προσπαθεί, μεταξύ άλλων, να συνθέσει κομμάτι-κομμάτι την ιστορία αυτού του τόπου παλεύοντας με την «εξαφάνιση» των τεκμηρίων και αναδεικνύοντας τη σημασία τους όταν τα ανακαλύπτει με πολύ μεγάλο ερευνητικό μόχθο.

 

Υποσημειώσεις


[1] Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το δημοσιευμένο κείμενο του φιλολόγου-ιστορικού Δημητρίου Κ. Γιαννακόπουλου στα πρακτικά του Ά Συνεδρίου Αργειακών Σπουδών, «Το Άργος κατά τον 19ο αιώνα», Άργος 5-7 Νοεμβρίου 2004, Έκδοση, «Σύλλογος Αργείων ο Δαναός», Άργος, 2009, με τίτλο:«Το ιδεολογικό υπόβαθρο της ελληνογαλλικής σύγκρουσης στο Άργος το 1833».Το κείμενο αναδημοσιεύτηκε στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού.

[2] Ο Δημήτριος Φωτιάδης ήταν λογοτέχνης που ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία μετά τον πόλεμο. Έγραψε αρκετά δοκίμια και μελέτες ιδιαίτερα για την Επανάσταση του 21 και εκλέχτηκε πρώτος μεταδικτατορικός Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών.

[3] τ.75, Μάρτιος 1961, Αθήνα. Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω το φίλο εκδότη Κώστα Κοροντζή που με βοήθησε να έχω το τεύχος αυτό στα χέρια μου.

[4] Το περιοδικό «Παρνασσός» με το κείμενο του Δημ. Βαρδουνιώτη βρέθηκε στη Βιβλιοθήκη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Θέλω να ευχαριστήσω το φίλο αρχαιολόγο Χρ. Πιτερό που με βοήθησε να αποκτήσω το συγκεκριμένο κείμενο.

[5] Ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης περιγράφει το σπίτι του Δ. Καλλέργη ως εξής: «Η μεγάλη και ωραία οικία, νεόδμητον τότε μέγαρον… διέλαμπεν επί φιλοκαλία και μεγαλοπρέπεια. Ανθών πλούσιος, οικήματα υπηρετών και φυλάκων περίκομψα, στάβλοι ηγεμονικοί, δεξαμενή άριστον περιέχουσαν ύδωρ και κήπος βασίλειος και ρομαντικός…».

[6] Διατηρώ την ορθογραφία των ονομάτων στα ελληνικά όπως ακριβώς υπάρχει στο αρχικό κείμενο του Δ. Κ. Βαρδουνιώτη.

[7] Ο Δ. Φωτιάδης γράφει ότι ο Νικολαΐδης ήταν ο δραγουμάνος (μεταφραστής) του Στοφέλ.

[8] Ο Δ. Κ. Βαρδουνιώτης, στο τέλος του άρθρου του,  δέχεται τις διορθώσεις που του προτείνει ο Γ. Κ. αναγνώστης του σχετικά με τα στοιχεία του αξιωματικού, δηλαδή ότι το όνομά του είναι Καλοσγούρος Σπυρίδων ετών 26 ή 27 και όχι Νικόλαος Καλλισγούρος ετών 32, όπως σημειώνεται στο κείμενο του ιστορικού.

[9] Ο Δημ.. Φωτιάδης  γράφει: «… στο δρόμο  δυο Αργείτες, βλέποντας τον Καλοσγούρο να τον πηγαίνουν οι Φραντσέζοι,  γύρεψαν να τον ελευθερώσουν. Τον έναν από αυτούς, νέον και παληκαράν, τον λέγανε  Γιάννη  Νικολάου, τον πιάσανε και τον εκτέλεσαν μαζί με τον Καλοσγούρο».

[10] Ο Δ. Φωτιάδης γράφει για την εκτέλεση: «Μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα οι Γάλλοι γύρεψαν να του δέσουν τα μάτια του Καλοσγούρου. Εκείνος αρνήθηκε και πέθανε αντρίκια πάνω στον ανθό της ζωής του».

[11] Η Σολυγεία είναι από τους πρώτους Δήμους που συστήθηκαν στην Ελλάδα (28/4/1834) με έδρα το Σοφικό της Κορινθίας.

[12] Οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν από την Κορσική. Άρα μίλαγαν Ιταλικά. Barrouffa σημαίνει καυγάς.  Στην Ελληνική γλώσσα  πέρασε  με την σημασία της χαζομάρας, της «μπούρδας», της… μπαρούφας.

[13] Ο αρχαιολόγος Χρ. Πιτερός έχει μελετήσει την εντοιχισμένη επιγραφή που βρίσκεται στη νότια  πλευρά του Ι. Ν. του Αγίου Ιωάννου, κτητορική, μαρμάρινη (60 επί 35 εκατ.) που γράφει.  «Οι επιστάτες  του ναού  Παπανικόλαος  Οικονόμου, Παπαμιχαήλ Ιωάννης και Παναγιώτης Ψάλτης, αρχιτέκτονες  Μ. Θεόδωρος και Παναγιώτης Αθανασίου». Η πρώτη δημοσίευση της επιγραφής έγινε από τον Αναστάσιο Τσακόπουλο, “Συμβολαί εις την Ιστορίαν της Εκκλησίας Αργολίδος” Αήναι 1953, σ. 37.

[14] «Και τα πτώματα ετάφησαν ακήδευτα και κυνών δίκην». Π. Καρολίδης, Σύγχρονη Ιστορία  της Ελλάδος, τομ. Α΄, σελ. 319.

 

Γιώργος Α. Γιαννούσης, Οικονομολόγος, Πρόεδρος της Αργολικής Αρχειακής Βιβλιοθήκης Ιστορίας και Πολιτισμού

Υ.Γ. Ευχαριστώ τους φίλους μου Γεώργιο Ηλ. Κόνδη, δόκτορα κοινωνιολογίας, και Τσάγκο Αναστάσιο, Γενικό Γραμματέα της Αργολικής Βιβλιοθήκης,  για την γλωσσική επιμέλεια και την εικονογράφηση του κειμένου μου.

Share
Από τα
argolika.gr

Πρόσφατα

18 Μαΐου: Ποιοι γιορτάζουν – Κάποια γεγονότα σαν σήμερα

18 Μαΐου: γεγονότα σαν σήμερα Εικόνες: O Nικηταράς και η Μάχη των Δολιανών, η πρώτη…

8 ώρες πριν

17 Μαΐου 1944: Η ενέδρα του ΕΛΑΣ και η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου

17 Μαΐου 1944: Η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου 80 χρόνια συμπληρώθηκαν από τη Μάχη του…

11 ώρες πριν

Η ομάδα μπάσκετ του Παναργειακού στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα U21 – Δοκιμές παικτών

ομάδα μπάσκετ του Παναργειακού Tη σημαντική απόφαση να συμμετάσχει στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα 𝐔𝟐𝟏 της σεζόν…

12 ώρες πριν

Φιλοζωική Ομάδα Ναυπλίου: Άμεσα να δημιουργηθεί δημοτικό καταφύγιο για τα αδέσποτα

Να δημιουργηθεί δημοτικό καταφύγιο για τα αδέσποτα Ανακοίνωση της Φιλοζωικής Ομάδας Ναυπλίου Δεν αποτελεί λύση…

13 ώρες πριν

Υποδοχή των ιερών λειψάνων στον ναό του Αγίου Παϊσίου στο Ναύπλιο

ναό του Αγίου Παϊσίου στο Ναύπλιο Με την παρουσία πλήθους κόσμου έγινε το βράδυ της…

13 ώρες πριν

Το νέο ΔΣ του Συνδέσμου Προπονητών Ποδοσφαίρου Αργολίδας

  Κατόπιν των αρχαιρεσιών που διενεργήθηκαν στο Ναύπλιο στις 29-04-2024, αναδείχθηκε η νέα Εκτελεστική Επιτροπή…

14 ώρες πριν