Ανακοίνωση του Γιάννη Γκιόλας, βουλευτή Αργολίδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Eίναι οι μέρες του Νοέμβρη του 1974,
Το Πολυτεχνείο έχει καταληφθεί , μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις κατακλύζουν τους χώρους μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Μια εικοσάχρονη φοιτήτρια της Νομικής τότε, η Ιωάννα Καρυστιάνη, ανακαλεί στη μνήμη της τα γεγονότα.
…Η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά […] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Έχω την εντύπωση ότι ήτανε αδύνατον να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό να καθίσω στ’ αυγά μου κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία. Οτιδήποτε άλλο θα σήμαινε ότι συγχωρείς τη Δικτατορία για τα μέχρι τότε.
Θυμάμαι την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα της κατάληψης, να μεταφέρω εγώ τον διορισμό της Δαμανάκη από τη Συντονιστική ως εκφωνήτριας. Δεν είχαμε όμως σφραγίδα και βρέθηκε ένα καρεκλοπόδαρο που το βουτήξαμε στο μελάνι, σφραγίσαμε το έγγραφο και ανέλαβε η Μαρία εκφωνήτρια στο σταθμό. Τα συναισθήματα ήταν πολύ πλούσια. Και φόβος. Και πίστη. Και θάρρος. Και αναστολές. Και καχυποψία. Και οραματισμός. Και ευθύνες.
Αλλά κατέληγαν σ’ ένα δια ταύτα: ότι εμείς δεν έχουμε δικαίωμα να φύγουμε από ‘κει μέσα. Παίρναμε στις πλάτες μας μεγάλη ευθύνη. Και μάλιστα δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις αυτό, αλλά φανταζόμασταν ότι τις κορυφαίες και κρίσιμες ώρες της τελευταίας μέρας, θα ‘ρχόντουσαν για συμπαράσταση γύρω απ’ το Πολυτεχνείο οι γονείς και οι θείοι των παιδιών και αντί γι’ αυτούς, είχαν έρθει τα δεκαπεντάχρονα, οι μαθητές… Είχα το μυαλό μου σ’ αυτά τα παιδιά… Τους μίλαγα, τα είχα από κοντά. Όταν μπήκε το τανκ μέσα, το πρώτο πράμα που έκανα (και δεν ήμουνα μόνη μου, αλλά δεν θυμάμαι ποιος άλλος ήταν μαζί μου) ήταν να τρέξω πίσω στο αμφιθέατρο Γκίνη που ήταν πολλοί μαθητές, να φροντίσουμε για τα πιτσιρίκια, πώς θα φύγουνε… Όταν είσαι 20 χρονών και ο άλλος είναι 15, νιώθεις υπεύθυνος.
Αυτό που θυμάμαι είναι ότι την κοπανήσαμε από τη Στουρνάρη. Δεν μπορώ να πω ότι βγήκα από τους πρώτους, μάλλον προς το τέλος –πρέπει να πέρασα πάνω από σίδερα– και βέβαια μας λιανίσαν εκεί διάφοροι μπάτσοι και παρακρατικοί… Και τότε άνοιξε μια πόρτα πολυκατοικίας στη Στουρνάρη και –τον θυμάμαι τον αριθμό–, ήμασταν 22 παιδιά, καθισμένοι σε ένα χαλί. Νύχτα. Μας είχε ανοίξει μια γυναίκα που ζούσε μόνη της και που τότε μου φάνηκε γιαγιά, 60 χρονών πρέπει να ‘τανε. Ήμασταν μαζί με τον Γιώργο τον Μαθιανάκη και κάτι άλλα παιδιά με ανοιγμένα κεφάλια… Θυμάμαι ότι 200 δραχμές που είχα πάνω μου τις μοιραστήκαμε για ναύλα. Το πρωί πρώτα κατέβηκε η γυναίκα –πολύ γενναία γυναίκα– να κόψει κίνηση στο τετράγωνο, να ακούσει τους ήχους της πόλης, κι αυτή μας είπε «φύγετε σιγά-σιγά». Φύγαμε ένας-ένας όπως καταλαβαίνεις κι εγώ πήγα με τα πόδια στου Ζωγράφου. Δεν θυμάμαι αν συνάντησα αστυνομικούς ή στρατιώτες ή αν είδα τανκς. Είχα τέτοιο φόβο που δεν έβλεπα μπροστά μου. Πρέπει να συνειδητοποιήσεις ότι ακόμα, θα ‘ταν 10-11 το πρωί, δεν έχουμε εικόνα του τι έχει συμβεί. Από πού να πάρουμε πληροφορίες; Ξέραμε τι γίνονταν οι σύντροφοί μας εκείνο το πρωί; Ξέραμε αν οι νεκροί ήταν 30 ή 300 ή 500; Αυτή ήταν η μεγάλη αγωνία του να μην ξέρεις πού βρίσκεσαι και τι γίνεται.
Μετά κρυβόμουν για ένα διάστημα, άλλαξα 4 σπίτια στην παρανομία. . Ποιοι ήταν αυτοί που μας κρύβανε; Απλοί, λαϊκοί άνθρωποι, καταπληκτικοί. Που δεν ζήτησαν ποτέ καμία αναγνώριση γι’ αυτό που έκαναν και που δεν ξέρω αν τους φερθήκαμε και καλά δηλαδή. Υπήρχανε πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα. […]
Όταν έπεσε η χούντα με ξεκλείδωσαν 3 μέρες μετά, όλη η Ελλάδα στους δρόμους κι εγώ κλειδωμένη.
Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, είδα την πρώτη λαοθάλασσα στη ζωή μου έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι αν το 1/3 του κόσμου, είχε έρθει εκείνη τη βραδιά του Πολυτεχνείου μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Νάχαμε λιγότερους νεκρούς , νάχε πέσει η Χούντα και νάχαμε γλυτώσει την Κύπρο.
Στο Πολυτεχνείο ένοιωσα καλός άνθρωπος, βίωσα το συναίσθημα της αλληλεγγύης , της αυταπάρνησης και άλλων λέξεων που έχουν αποσυρθεί από την σημερινή ζωή.