Γράφει η Αγγελική Φίλη
Άπλωσε το χέρι της και ζήτησε μαγεία…και τότε άρχισε να στροβιλίζεται στο κενό και να ανεβαίνει προς τα πάνω. Και όσο ανέβαινε, γινόταν όλο και πιο ελαφριά. Συνάντησε τη βροχή και τη ρώτησε πού θα βρει την μαγεία.
Της είπε να ανέβει πιο ψηλά και τη χάιδεψε βρέχονας τα μαλλιά της. Συνεχίζονας την πορεία της, συνάντησε το σύννεφο και του έκανε την ίδια ερώτηση. Τότε το σύννεφο ήρθε κάτω από τα πόδια της, την έσπρωξε ελαφρυά και της είπε: “Ανέβα πιο ψηλά”. Και ανέβαινε…ανέβαινε…πέταξε τόσο ψηλά, που συνάντησε τα αστέρια.
Ήρθαν γύρω της και την περικύκλωσαν σαν μικρές νεράιδες με κίρινα και γαλάζια φτερά. Ακτινοβολούσαν φως υπερκόσμιο. Σαστισμένη από την ομορφιά τους, ξέχασε τι ήθελε να τα ρωτήσει. Και τότε με μια φωνή απόλυτα συγχρονισμένης χορωδίας της είπαν: “Πέτα πιο ψηλά”, και με μια τους πνοή εκτοξεύθηκε και προσγειώθηκε στο φεγγάρι.
“Καλώς όρισες”, της είπε με μια γλυκιά φωνή σαν από σοκολάτα. “Κάτσε στην κούνια μου και με το τρίτο κούνημα θα σε εκτοξεύσω πιο ψηλά, γιατί εκεί είναι αυτό που ψάχνεις”. Έτσι κι έγινε. Με το τρίτο κούνημα, πέταξε ψηλά, πολύ ψηλά, και βρέθηκε σε ένα μέρος γεμάτο φως και μυρωδιά από βανίλια. Αλλά δεν υπήρχε κανένας να του απευθύνει την ερώτησή της.
Και τότε ακούει μια φωνή που έβγαινε από την καρδιά της. “ΕΔΩ! Εδώ είναι η μαγεία. Εδώ ήταν πάντα. Σε περίμενα! Καλώς όρισες!”
…Άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι το δωμάτιο είχε γεμίσει χρυσόσκονη….