Πολιτισμός

Μια ιστορική αναδρομή για το «γλωσσικό ζήτημα» (γράφει η Μαρία Βασιλείου)

Μια ιστορική αναδρομή για το «γλωσσικό ζήτημα» με αφορμή την Παγκόσμια ημέρα της ελληνικής γλώσσας

Επιμέλεια: Μαρία Βασιλείου

Ο όρος «γλωσσικό ζήτημα» αναφέρεται στο διχασμό ανάμεσα στην απλή ομιλούμενη (δημοτική) και τη λόγια γραφόμενη (καθαρεύουσα) γλώσσα και στο ερώτημα που προέκυψε σχετικά με το ποια από τις δύο θα επικρατήσει και θα γίνει η επίσημη, γλώσσα του έθνους τόσο στο γραπτό όσο και  τον προφορικό λόγο.

Το φαινόμενο της διγλωσσίας το συναντάμε στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια. Ανατρέχοντας  στην αρχαία Ελληνική γραμματεία διαπιστώνει κανείς ότι:

  • οι Προσωκρατικοί συγγραφείς όπως ο Φερεκύδης, ο Παρμενίδης και ο Ξενοφάνης επέλεγαν όχι τον πεζό λόγο (καταλογάδην συγγραφή) αλλά την ποιητική γλώσσα ως παλαιότερη και πιο σεβαστή, θέση  που συναντάμε και  στον Αριστοτέλη («τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν»).
  • Ο Ἀριστοφάνης, ο «δημοτικιστής» της εποχής,κατηγορούσε τον Αισχύλο ότι έγραφε τις παραστάσεις του σε γλώσσα ακατανόητη στον απλό λαό (Βάτραχοι, στίχος 926).

Φαίνεται ότι υπήρχε σαφής διαφορά μεταξύ του γραπτού και του προφορικού λόγου, όπως για παράδειγμα η γλώσσα των ποιητών οι οποίοι έγραφαν διαλέγοντας ένα κράμα από Δωρικά/Αιολικά/Ιωνικά και επικά στοιχεία, γλώσσα η οποία είναι αδύνατον να μιλήθηκε ποτέ.

Μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το κράτος των Μακεδόνων βασιλέων υιοθετεί την αττική διάλεκτο για τις διοικητικές, εμπορικές και διπλωματικές του ανάγκες. Η αττική διάλεκτος διαμορφώνεται σταδιακά σε νέα μορφή ελληνικής γλώσσας, στην Ελληνιστική ή Κοινή, η οποία θα καθορίσει αργότερα τη Βυζαντινή και τη νέα Ελληνική γλώσσα. Οι πολιτικές, θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές, η επικράτηση της νέας θρησκείας, είναι οι κύριες αιτίες θεμελίωσης και επικράτησης της Κοινής, που έχει υποστεί αλλοιώσεις τόσο στη φωνητική όσο και στη μορφολογία, τη σύνταξη και το λεξιλόγιο.

Οι ρίζες του γλωσσικού ζητήματος εντοπίζονται τον 1ο αιώνα μ.Χ., όταν οι «αττικιστές» προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τη γλώσσα, όχι στο πώς χρησιμοποιείτε, αλλά στο πώς θαέπρεπε να χρησιμοποιείται με βάση την Αττική διάλεκτο του 5ου π.Χ. αι. Το κίνημα του Αττικισμού, που ξεκίνησε από Ρωμαίους και Έλληνες λογίους και δασκάλους, εισήγαγε για πρώτη φορά τη διγλωσσία, καθώς, από τη μία πλευρά υπήρχε η απλή, δημώδης προφορική γλώσσα, ως συνέχεια της ελληνιστικής κοινής (η μετέπειτα δημοτική γλώσσα), και από την άλλη η λόγια, αρχαΐζουσα γραπτή γλώσσα, η οποία ήταν μια απομίμηση της κλασικής ελληνικής (η μετέπειτα καθαρεύουσα). Με άλλα λόγια, οι αττικιστές υποστήριζαν, πως η γλώσσα είχε υποστεί πλέον φθορά και το μόνο «φάρμακο» γι’ αυτό ήταν η επιστροφή στην αττική διάλεκτο, η χρήση της γλώσσας, δηλαδή, κατά τα πρότυπα και τους κανόνες της αττικής διαλέκτου.

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η διγλωσσία, μεταξύ γραπτής-ομιλούμενης, αττικής –κοινής, συνετέλεσε στη χωριστή τους εξέλιξη. Ο γραπτός λόγος οδηγείται σε μια προοδευτική συντακτική στρυφνότητα, ενώ ο προφορικός απλοποιείται φωνητικά και μορφοσυντακτικά, λαμβάνοντας τεράστιο αριθμό λατινικών αρχικά λέξεων και στη συνέχεια σλαβικών και τουρκικών. Συγχρόνως εισάγονται νέες λέξεις-δάνεια, τόσο αρχαίες όσο και από άλλους λαούς.

Τον 12ο αιώνα στα λεγόμενα «Πτωχοπροδρομικά» του Θεόδωρου Πρόδρομου, πρωτοεμφανίζονται λογοτεχνικά κείμενα στη δημώδη γλώσσα και κατά τους επόμενους αιώνες βαθμιαία εξαπλώνεται η χρήση αυτής στο γραπτό λόγο (αναμεμειγμένη με τη λόγια) και δημιουργούνται οι περισσότερες μετέπειτα εμφανιζόμενες διαλεκτικές μορφές της γλώσσας (π.χ. τα «ἱπποτικά μυθιστορήματα»).

Εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα υπήρξε ο Νικόλαος Σοφιανός, ο οποίος εξέδωσε περίπου το 1540 μ.Χ. την πρώτη γραμματική της τότε ομιλούμενης γλώσσας, την οποία ονόμαζε Κοινή. Ο απώτερος σκοπός τού Σοφιανού ήταν αυτή η γλώσσα να αποτελέσει πρότυπο ώστε να γίνουν τα θρησκευτικά κείμενα αντιληπτά από τους αμαθείς ως και τις… γυναίκες!

Κατά το 17ο αιώνα, ανάλογο ύφος, αντί τού αρχαΐζοντος, επιλέγουν οι Φραγκίσκος Σκούφος και Ηλίας Μηνιάτης. Μάλιστα στο βιβλίο του Μηνιάτη, «Τέχνη ῥητορικῆς», αναφέρει ότι «…ἡ κοινή μας γλῶσσα … εἶναι πτωχὴ ἀπὸ λέξαις… καὶ πολλαῖς φοραῖς κάλλιον ἠθέλησα νὰ σιωπήσω καὶ ὑψηλὰ νοήματα, παρὰ νὰ διηγηθῶ ἢ μὲ φωνὴν βάρβαρον ἢ μὲ ὁλότελα ἑλληνικήν…». Αυτούς όμως τους συγγραφείς και τις ιδέες τους έψεξε ως αξιοθρήνητους και ζημιογόνους για την πατρίδα ο επιφανής Λαρισαίος λόγιος Αλέξανδρος Ελλάδιος.

Ο “γλωσσικός πόλεμος” σε όλη του την έκταση, ξεκίνησε από τον Ευγένιο Βούλγαρη, ο οποίος υποστήριζε ότι η χρήση της Κοινής γλώσσας (των αμόρφωτων) είναι απαράδεκτη για πονήματα υψηλότερου κύρους. Απάντηση στο Βούλγαρη έδωσε, ο μαθητής του Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Αυτός μέσω ενός πονήματος «Θεωρία Γεωγραφίας» εισηγείται τη χρήση υψηλότερου μεν ύφους, το οποίο απείχε όμως ρητά από το αρχαΐζον. Το ύφος του διαφαίνεται καθαρά και από το πιο πάνω έργο του, όπου και δικαιολογεί τον «απλοϊκό» τρόπο της γραφής του σημειώνοντας τα εξής: «Ἐγὼ διὰ λόγους, τοὺς ὁποίους ἐπιφέρω, ἔκρινα νὰ ἐξυφάνω τὴν παροῦσαν συγγραφὴν ἐν τῷ ἁπλῷ ὕφει, σώζων ὅμως ἀεὶ τοὺς ὡρισμένους ὅρους τῶν πραγμάτων, οἵτινες ἦσαν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἀρχαίοις, καὶ μεθαρμόζων ἀεὶ τὸ ὕφος ἐπὶ τὸ σεμνότερον, ἢ ἐλάχιστον ἐπὶ τὸ πρεπωδέστερον τῇ ἀνὰ χεῖρας πραγματευομένῃ ὕλῃ». Κατά αυτόν λοιπόν τον τρόπο ο Μοισιόδακας εκφράζει την πεποίθησή του, ότι πρέπει να υπάρξει Καθαρισμός της γλώσσας και ως προς τη γραμματική και ως προς την αποβολή ξένων λέξεων.

Η χρήση του όρου «Κοινή» εκείνη την περίοδο (μετά από την Κοινή του Ευαγγελίου και την Κοινή των αγράμματων) πρέπει να ταυτίζεται με την απλή Καθαρεύουσα και όχι με τη μετέπειτα Δημοτική.

Ο Νικηφόρος Θεοτόκης, μορφωμένος κληρικός, κατά τα πρότυπα των Σκούφου και Μηνιάτη, προχωρεί πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση της Καθαρεύουσας. Προϊόντος όμως του χρόνου ο Θεοτόκης επιφέρει μεγάλο καθαρισμό στην Καθαρεύουσα από τα λόγια στοιχεία..

Σημαντικές, ήταν και οι φυσιογνωμίες των Ιωάννη Βηλαρά και Αθ. Χριστόπουλου. Οι Βηλαράς και Χριστόπουλος προσπάθησαν να εισαγάγουν σε όλες τις μορφές της γλώσσας αυτή των ποιημάτων και τραγουδιών. Οι ριζοσπαστικές θεωρίες του πρώτου περί της φωνητικής γραφής έφεραν τα αντίθετα αποτελέσματα. Το 1814 δημοσίευσε ένα βιβλίο ονομαζόμενο «Ρομεηκη γλοσα», στο οποίο υποστήριζε την παντελή εγκατάλειψη της ιστορικής ορθογραφίας «Τουτηλεγο, η νεκρομιαληλογιοτατη μας δεν εσπουδαξαν τη γλοσα του γενου τους την τορεσνη, δεν κατακηταξαν τες φρασες της τες ομορφοτατες κε επιτηδηοτατες, τες φθορες της, τες αποκοπες της κε τα επιληπακαλη της, οπου μ’ αφταγραφοντας και πηητηκα και λογογραφικα να στολησουν τη φησηκη τους γλοσα, καθοςεστοληστηκανολες η γλοσες». Ο Χριστόπουλος επηρεάστηκε από την Αιολοδωρική θεωρία και το 1805 συνέταξε στη Βιέννη το βιβλίο «Γραμματικὴ τῆς Αἰολοδωρικῆς, ἤτοι τῆς ὁμιλουμένης τωρινῆς τῶν Ἑλλήνων γλώσσας». Με αυτό τον τρόπο ο Χριστόπουλος συνέδεσε απευθείας την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο με τη  Κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Η Αιολοδωρική θεωρία κατέρρευσε από τον Γ. Χατζιδάκι, που έδειξε ότι η τότε Κοινή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχεια της Αττικής διαλέκτου, μέσω των αιώνων.

Το γλωσσικό ζήτημα, όμως, κορυφώθηκε κατά την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους όταν τέθηκε το ερώτημαγια το ποια γλώσσα πρέπει να θεωρείται ως επίσημη γλώσσα του νεοσυσταθέντος κράτους. Και το ερώτημα αυτό ήταν κρίσιμο, καθώς η νέα αυτή γλώσσα θα καθόριζε και την ταυτότητα του νέου κράτους αλλά θα συνεισέφερε και στην αναγέννησή του ύστερα από την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Τότε αρχίζουν και δημιουργούνται και οι κυριότερες τάσεις για τη διαμόρφωση της επίσημης γλώσσας: από τη μία, λοιπόν, οι αρχαϊστές, οι οποίοι υποστηρίζουν τη συντηρητική αρχαΐζουσα γλώσσα (Πατριαρχείο, Φαναριώτες με επικεφαλής τον Π.Κοδρικά) και από την άλλη οι δημοτικιστές (Βηλαράς, Ψαλίδας κ.α.), που είναι υποστηρικτές της απλής, προφορικής γλώσσας.

Τη μέση οδό σε αυτή τη διαμάχη πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής, εγκαινιάζοντας την τάση «καθαρισμού» της λαϊκής  γλώσσας από ξένα στοιχεία και εμπλουτισμού της με στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, δημιουργώντας έτσι τη λεγόμενη «καθαρεύουσα», η οποία καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους το 1834. Για τον Αδαμάντιο Κοραή, η γλώσσα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση παιδείας, η οποία και θα αποτελέσει και την κατοχύρωση της ελευθερίας. Προς αυτά τα ιδανικά αποβλέπων ο Κοραής ταυτίστηκε με την έννοια του Διαφωτισμού για όλο το γένος χωρίς καμία εξαίρεση. Το έργο του ήταν τόσο σημαντικό και σεβαστό ώστε θεωρείται από όλους τους εμπλεκόμενους στο γλωσσικό ζήτημα ως ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή επί των αντιμαχόμενων ομάδων.

Παρόλα αυτά, βρέθηκε στο στόχαστρο και των δύο παρατάξεων, καθώς οι μεν δημοτικιστές τον κατηγόρησαν για τεχνητή παρέμβαση στη γλώσσα, οι δε αρχαϊστές, ότι αρνείται τη γλωσσική παράδοση. Και κάπως έτσι το γλωσσικό ζήτημα περνά στην πιο έντονη περίοδό του. Οι Επτανήσιοι ποιητές υποστηρίζουν, με ζήλο, τη δημοτική γλώσσα με επικεφαλής ττο Διονύσιο Σολωμό, τον εθνικό μας ποιητή.

Ο Σολωμός στο «Διάλογo» (1824), γράφει ενδεικτικά:

[…] Τι λες; ως πότε θα πηγαίνη εμπρός αυτή η υπόθεση; ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλή σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλή μίαν γλώσσαν δικήν τους! […] Τέλος πάντων οι Σοφολογιότατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα οπού ήταν μία φορά ζωντανή είς τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήτον αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την εξάπλωση της σοφίας. αλλ’οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθή.

Στις δεκαετίες που ακολουθούν, το γλωσσικό ζήτημα οξύνεται όλο και περισσότερο. Το 1853 εκδίδεται η «Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων» του Παναγιώτη Σούτσου, η οποία υποστηρίζει την πλήρη επιστροφή στην αρχαία ελληνική, ενώ το 1856 εκδίδεται βουλευτικό διάταγμα σχετικό με τη σχολική γλώσσα, το οποίο υπαγορεύει ότι «Γραμματική της ελληνικής γλώσσης ορίζεται η της αρχαίας και μόνη». Στο μεταξύ, από το 1830 έως το 1880, στην Αθήνα, κυριαρχεί η Α’ Αθηναϊκή Σχολή, της οποίας οι ποιητές  γράφουν, σε αντίθεση με τους Επτανήσιους, σε αυστηρή καθαρεύουσα.

Το 1888, αποτελεί μία χρονιά- σταθμό, καθώς το μυθιστόρημα του Γιάννη Ψυχάρη «Το Ταξίδι μου», που κυκλοφορεί τότε, θεωρείται το μανιφέστο του δημοτικισμού. Ουσιαστικά, ο Ψυχάρης, με αυτό του το έργο, εισηγήθηκε ένα είδος «συστηματοποιημένης» πρότυπης δημοτικής με τους δικούς της γλωσσικούς κανόνες και νόμους. Ακόμα απέρριψε όλες τις λέξεις της καθαρεύουσας και «έπλασε» νέες δικές του λέξεις με βάση δικούς του κανόνες, οι οποίες, όμως, βασίζονταν στην αρχαία ελληνική, προκειμένου αφ’ ενός να εκφράσει λέξεις που δεν υπήρχαν στην ομιλούμενη, αφ’ ετέρου να αντικαταστήσει τις πιο λαϊκές λέξεις. Ωστόσο, όμως, στην πραγματικότητα και ο Ψυχάρης δημιούργησε τεχνητές λέξεις, όπως και οι αντίπαλοί του. Την ίδια εποχή, επίσης, ο Εμμανουήλ Ροΐδης («Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης» (1885), «Τα είδωλα» (1893) και η Νέα Αθηναϊκή Σχολή, με κύριο εκπρόσωπό της, τον Κωστή Παλαμά συνεισέφεραν αρκετά στην υποστήριξη του δημοτικισμού.

Με την αυγή του 20ου αιώνα, η αντιπαράθεση θα κορυφωθεί. Η δημοσίευση της μετάφρασης της Αγίας Γραφής από τον Αλέξανδρο Πάλλη, στη δημοτική γλώσσα, στην εφημερίδα Ακρόπολη (1901), θα προκαλέσει την αντίδραση των καθηγητών και των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και θα έχει ως αποτέλεσμα βίαιες διαμαρτυρίες και αιματηρά επεισόδια που έμειναν γνωστά ως τα «Ευαγγελικά».

Απεικόνιση των «Εὐαγγελικῶν» επεισοδίων σε λιθογραφία της εποχής

Στο ίδιο πνεύμα θα ακολουθήσουν το 1903 και τα «Ορεστειακά», ύστερα από την παράσταση Ορέστεια του Αισχύλου, από το Εθνικό Θέατρο στη δημοτική γλώσσα. Οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας αποκαλούν τους δημοτικιστές «μαλλιαρούς» και τους κατηγορούν για εθνική προδοσία, ενώ και αρκετοί οδηγούνται σε δίκη ή τους επιβάλλονται διοικητικές ποινές, όπως στον Κωστή Παλαμά, με παύση του από τη θέση του γραμματέα του Πανεπιστημίου Αθηνών ή στον Αλέξανδρο Δελμούζο, διευθυντή του Παρθεναγωγείου του Βόλου, με την περίφημη δίκη του Ναυπλίου το 1914. Επιπλέον, το 1903, ιδρύεται το περιοδικό «Νουμάς», το οποίο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας.

Οι μαλλιαροί (δημοτικιστές) κατηγορήθηκαν ως κομμουνιστές και υποστηρικτές της τότε σλαβικής συνωμοσίας. Έτσι ξαφνικά αυτές οι κατηγορίες άρχισαν να εδραιώνονται και ο δημοτικισμός άρχισε να συνδέεται με τη ριζοσπαστική κομμουνιστική αριστερά.Αν και οι Τριανταφυλλίδης και Δελμούζος προσπάθησαν να δείξουν ότι η δημοτική δε συνδέεται με τον κομμουνισμό, ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά, οι προσπάθειές τους έπεσαν στο κενό διότι ο Γληνός προσχώρησε στο Μαρξισμό μέσω του ΚΚΕ το 1927, που και αυτό άρχισε να χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα, κάτι που απέφευγε από το 1918.

Μέσα σε όλο αυτό το τεταμένο κλίμα όλο και περισσότεροι δημοτικιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από την δημοτική γλώσσα,βάσει όχι μόνο γλωσσικών κριτηρίων αλλά και πολιτικών.

Το 1911 ψηφίζεται η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα».

Το 1917, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής, στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ωστόσο το 1920, μετά την πτώση της Κυβέρνησης Βενιζέλου, καταργείται η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τα σχολικά βιβλία καίγονται και αντικαθίστανται από άλλα γραμμένα στην καθαρεύουσα.

Το 1928, η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου επιχειρεί μια πιο ευρεία μεταρρύθμιση, εισάγοντας τη δημοτική στο Γυμνάσιο και επιχειρώντας τη διδασκαλία των αρχαίων από μετάφραση, ενώ το 1930 η δημοτική γλώσσα γίνεται η γλώσσα όλων των τάξεων της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Από τότε και στο εξής, μέχρι δηλαδή και τη δεκαετία του ’70, υπάρχει σχετική παλινδρόμηση και αστάθεια όσον αφορά την εισαγωγή της δημοτικής στα σχολεία, λόγω και της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί στη χώρα (δικτατορία του Παγκάλου, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, δικτατορία του 1967 κλπ).

Στο διάστημα αυτό, εκτός των άλλων, αξιοσημείωτη είναι, αφ’ ενός, η σύνταξη και η έκδοση στα χρόνια της Κατοχής από το Μανόλη Τριανταφυλλίδη της Νεοελληνικής Γραμματικής, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της δημοτικής  και άνοιξε το δρόμο για την καθιέρωσή της  τριάντα, πέντε χρόνια αργότερα, και, αφ’ ετέρου, η πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του σε μονοτονικό σύστημα το 1941,καθώς και η δημόσια διακήρυξη  του Γ. Παπανδρέου,το 1963, ότι εφαρμόζει «πολιτικὴ ίσων δικαιωμάτων» απέναντι στο ακανθώδες αυτό ζήτημα ενώ ακόμη χρησιμοποιούσε την καθαρεύουσα ως επίσημη γραπτή γλώσσα του Ελληνικού κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της νέας πολιτικής ήταν η εισαγωγή, για πρώτη φορά, της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη στα σχολεία. Η γραμματική αυτή, γρήγορα κατακρίθηκε καθώς δεν ανέφερε σχεδόν τίποτα περί των αφομοιωθέντων λογίων στοιχείων της δημοτικής εκείνης της περιόδου.

Το  1974, η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης και το 1977 αποφάσισε τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους, ενώ το 1982 η κυβέρνηση  Ανδρέα Παπανδρέου κατάργησε και το πολυτονικό σύστημα.

Κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη «η διαμάχη περί το γλωσσικό ζήτημα οδήγησε σε μια ευρύτερη και βαθύτερη ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα σε διαχρονικό επίπεδο, που και στην καλλιέργεια της διπλής της παράδοσης βοήθησε και κυρίως στην σπάνια για έναν λαό ευαισθητοποίηση της πλειονότητας των πολιτών για τα θέματα  της  χρήσης της Ελληνικής και της επίσημης μορφής της γλώσσας μας.Η νέα ελληνική γλώσσα δεν είναι υπόθεση των τελευταίων τριάντα ή πενήντα ετών, αποτελεί προϊόν αδιάκοπης εξέλιξης σαράντα και πλέον αιώνων.»

Η 9η Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του εθνικού ποιητή Διονυσίου Σολωμού, έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, σύμφωνα με την υπ. αριθμ. 17889 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Β’ 1384/24/04/2017).«Με την θέσπιση αυτής της παγκόσμιας ημέρας επιδιώκεται η ανάδειξη του θεμελιώδους ρόλου που διαδραμάτισε η ελληνική γλώσσα ανά τους αιώνες, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εδραίωση τόσο του ευρωπαϊκού όσο και του παγκόσμιου πολιτισμού.

Ίσως δεν υπάρχει γλώσσα σήμερα που να μην έχει ελληνικές λέξεις.

Τιμή μας να την μιλάμε και να την γράφουμε! Καλό είναι βέβαια να μην μένουμε μόνο στους εορτασμούς μίας συγκεκριμένηςημέρας του χρόνου.

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Βασιλείου

Share
Από τα
argolika.gr

Πρόσφατα

Μπαράζ για Γ’ Εθνική: Έχασε ο Πανναυπλιακός στο Λουτράκι

Μπαράζ για Γ’ Εθνική: Έχασε ο Πανναυπλιακός Για την 5η στον 6ο όμιλο των μπαράζ…

2 ώρες πριν

Τέσσερις παραστάσεις από τη Θεατρική Ομάδα της Πύλης Πολιτισμού Ναυπλίου

Η Θεατρική Ομάδα της Πύλης Πολιτισμού Ναυπλίου, στην 4η θεατρική της απόπειρα, παρουσιάζει το έργο…

4 ώρες πριν

«Φωτιά» ο καιρός τις επόμενες 48 ώρες – Οι περιοχές που θα χτυπήσει «κόκκινο» ο υδράργυρος, πότε φεύγει η σκόνη

Οι περιοχές που θα χτυπήσει «κόκκινο» ο υδράργυρος Η ραγδαία αύξηση της θερμοκρασίας θα συνεχιστεί…

4 ώρες πριν

Εκδήλωση στο 2ο Γυμνάσιο Άργους

Εκδήλωση στο 2ο Γυμνάσιο Άργους Την Πέμπτη 23 Μαΐου και ώρα 18:00 στην αίθουσα πολλαπλών…

5 ώρες πριν

Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα και η επιστήμη πίσω απ’ αυτό (της Δώρας Ν. Αντωνοπούλου)

Η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα Γράφει η Δώρα Ν. Αντωνοπούλου Η βαρεμάρα δεν είναι…

5 ώρες πριν

Ζητείται κυρία για τον καθαρισμό οικίας στην πόλη του Άργους

Ζητείται κυρία για τον καθαρισμό οικίας στην πόλη του Άργους. Τηλέφωνο: 6936967229.      …

6 ώρες πριν