….Μουσκεύουν οι λέξεις/από το τέμπο της βροχής/βαραίνουν/κλέβουν λίγο από την αλμύρα των δακρύων…
Δεκέμβρης. Μήνας σκληρός, οδεύει ασθμαίνων λίγο πριν κόψει το νήμα της καινούργιας χρονιάς. Πρωινό ηλιόλουστο με τους δείχτες του ρολογιού να δείχνουν, βαριεστημένα μεν αλλά να δείχνουν, λίγο μετά τις δέκα.
Περιπλανώμενος στην πολύπαθη Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας, σχεδόν αόρατος στο παζλ της ανωνυμίας, ορατός όμως στο παιχνίδι του μυαλού.
Με βλέπω να περιδιαβαίνω σε διαδρόμους μακρόσυρτους και θαλάμους, σε χώρους όπου φως μπαινοβγαίνει στο σκοτάδι και ανάστροφα σκοτάδι διαχέεται στο φως.
Προσπερνώ την αγωνία μου για την έκβαση επικείμενων ιατρικών εξετάσεων, δεν προσπερνώ τις ανάσες του πλήθους που με επαναφέρουν επί γης.
Αντιλαμβάνομαι το σώμα μου να διαγράφει σε αργό τέμπο την πλακόστρωτη Ερμού.
Κράμα ανθρωπογεωγραφίας. Το αποκορύφωμα της ανωνυμίας. Πρόσωπα με σφιγμένα χείλη αλλά και πρόσωπα λαλίστατα.
Άνθρωποι διαφόρων ταχυτήτων με εμφανή την διαβαθμισμένη βιασύνη τους, εξαιρετικά ρυθμισμένη σαν κυλιόμενα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια του λούνα παρκ.
Οχλοβοή αναδυόμενη. Αναδυόμενος όμως και ο χρόνος – καίγομαι δεν έχω χρόνο- που το κύλισμα του όμοιο στο πέρασμα με εκείνο το καυτό σίδερο της γιαγιάς, τότε το πάλαι ποτέ, όταν τα ροζιασμένα χέρια της αναμετριόνταν με ροζιασμένα ρούχα. Μάχες προκειμένου να τιθασεύσει τις ζάρες. Το σιδέρωμα.
Σχεδόν ανεπαίσθητα το σκιάξιμο για το απογευματινό ραντεβού – διαγνωστικό κέντρο – εξαερώνεται θα έλεγα προς στιγμή ότι μεταλλάχτηκε σε σκιαμαχία…
Απορροφημένος πια από τα χρώματα, και το τιτίβισμα των εικόνων αφήνομαι στο κολύμπι των συναισθημάτων τα οποία κατά ριπάς –θα έπρεπε τουλάχιστον– πλήττουν, διαταράσσουν και προβληματίζουν το είδος των ανθρώπων…
Κόντρα στην ροή της ευτυχίας μας ένθεν κακείθεν της Ερμού διάσπαρτες σποραδικές κινητές βόμβες.
Άνθρωποι συνάνθρωποι μας εκτεθειμένοι στο κρύο τυλιγμένοι μόνο με το ρούχο της πείνας και της εξαθλίωσης.
Σε πλήρη ακινησία και με την στάση του σώματος τους να σε παραπέμπουν σε αγαλματίδια, γλυπτά, ανθρώπινα σώματα με βαριά βιογραφικά.
…Πινάο …Ασταιγως …Βοϊθια παρακαλο…
έστω και ανορθόγραφα η αλήθεια γυμνή..! Καθρεφτάκια που τρεμοπαίζουν με τις ακτίνες του ήλιου. Παιχνιδίζουν στέλνοντας σινιάλα στο αμήχανο πλήθος.
Στιγμιότυπα που αναχαιτίζουν το χαμόγελο και το ευδιάθετο πέρασμα από την αποκαλούμενη αγορά της Ερμού. Διάσπαρτες κινητές βόμβες κόντρα στην εφήμερη ευδαιμονία μας. Εκρήξεις που ανοίγουν ατέρμονες συζητήσεις για την ανισότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική πρόνοια, πρόληψη , κράτος … !!!
Οι συνειρμοί αβάσταχτοι στο μυαλό μου πληθαίνουν. Σε λίγο πέφτω πάνω σ έναν κύριο που διαλαλούσε την πραμάτεια του, κουλουρτζής:
…Μου τυλίγεται τρία παρακαλώ..!
…Βεβαίως ….. ορίστε…!
Ανταλλάξαμε χαμόγελα και ρέστα. Κάπως έτσι προστέθηκε στην παρέα μου και η χάρτινη σακουλίτσα με τα κουλούρια. Στα επόμενα βήματα αντικρίζω την εικόνα:
Καθισμένος σε στάση οκλαδόν η πλάτη του αδύναμη στηριγμένη στην κολόνα, ασάλευτος, συντροφιά με τον επίσης ασάλευτο σκύλο του. Μια πρόχειρη επιγραφή βουτηγμένη στην ανορθογραφία πάνω σε ένα μικροσκοπικό χαρτόνι -κομμάτι από χαρτοκιβώτιο – έτρεχε σαν υπότιτλος ντοκιμαντέρ: …Πιναο..!
Πλησιάζω διακριτικά και προσφέρω την σακουλίτσα με τα κουλούρια, χαμογελώντας χαϊδεύω το τρομαγμένο σκυλάκι… τελετουργικά με αργές κινήσεις τοποθετεί το δωράκι στο σακίδιο του και με την γλώσσα του σώματος του ανταποδίδει το ευχαριστώ του…
Κάνω σούμα στην θλίψη και απογοήτευση μου, χώνομαι περισσότερο στο πλήθος, προσανατολίζω τον βηματισμό μου προς το μετρό, Σύνταγμα..!
Ο άπλετος χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στο ραντεβού μου και η ανάγκη αποφόρτισης διευκολύνει την συνάντηση μου με αγαπημένο φίλο.
Και να ‘μαι τώρα έρμαιος της κυλιόμενης σκάλας η οποία αγκομαχώντας με οδηγεί στην αποβάθρα.
Προορισμός; Δουκίσσης Πλακεντίας… Στάση; Χαλάνδρι
Αναμονή … Ελαφρύ πηγαινέλα ανυπόμονων ανθρώπων…
Δευτερόλεπτα μετά μια γλυκύτατη φωνή από τα μεγάφωνα σπάει την κραταιά σιωπηλή ατμόσφαιρα…
…Αγαπητοί επιβάτες σας ενημερώνουμε ότι ο ανελκυστήρας στον σταθμό: Η ζωή είναι ωραία (;;;) δεν λειτουργεί προσωρινά…!
κυρ..σαμ..