Κείμενο: Βασιλική Ντάση
Φωτογραφίες: Σπύρος Μπηλιούρης
“Τον Σεπτέμβρη του ’44, ήμουν σχεδόν 12 χρονών παλληκαράκι όταν αναγκάστηκα με το λιγοστό βιός της οικογένειάς μου και κίνησα τσοπανάκος για το Αρτεμήσιο, μιας και φεύγοντας οι Γερμανοί από τα μέρη μας, άφησαν πίσω τους καμμένη γη.
Μοναξιά και πείνα, θυμάμαι μου εφάνηκε ο μήνας χρόνος, αλλά με φρόντισε το βουνό με την ομορφιά του, δεν το φοβήθηκα, τ’ αγάπησα με την καρδιά μου και αυτό έσκυψε πάνω μου πελώριο σαν ένας βραχώδης και στοργικός πατέρας.”
Σταμάτησε και αναστέναξε ο κυρ-Βαγγέλης, ακολούθησαν χρόνια σκληρής βιοπάλης, από τα 15 του στον “Κύκνο” διπλοβάρδια και αργότερα αφού κατάφερε και άνοιξε το δικό του μπακάλικο στην οδό Περρούκα, αφοσιώθηκε στην φροντίδα της δικής του οικογένειας.
“Τόσα χρόνια πέρασαν, τόσα ταξίδια έκαμα, μα ένα μαράζι μου καίει την ψυχή κάθε φορά που αντικρίζω την κορυφή του Μαλεβού.”
Και είναι μεγάλη αλήθεια πως ο λάινος μαστός της Αρτέμιδος ασκεί πάντα μια μυστηριακή γοητεία.
“Παιδιά, εγώ μόνος μου δεν μπορώ, δεν θυμάμαι το μονοπάτι, τα πόδια μου όμως με κρατάνε καλά και το ξέρετε. Εάν δεν σας τρομάζουν τα χρόνια μου, θέλω να με οδηγήσετε πάνω στην αγαπημένη κορφή της νιότης μου.”
Ξέρουμε τον κυρ-Βαγγέλη, γνωριστήκαμε στον Άη Λιά, στον λόφο της Ασπίδος, εκεί όπου οι Αργείοι περπατούν την αρχέγονη Ιστορία τους.
Εκεί, χωρίς δεύτερη σκέψη δόθηκε η υπόσχεση.
Μιλήσαμε αμέσως με τον Ηρακλή, φίλο καλό και μανιώδη ορειβάτη. Δέχθηκε την πρόσκληση και αφού συγκέντρωσε μια έμπειρη ομάδα υποστήριξης, επέλεξε την διαδρομή και το πρωί της 18ης Απριλίου ο Βαγγέλης ο Τσάκωνας, μετά από 3 ώρες πεζοπορίας, πάτησε κορυφή ξανά.
Παρά τα 89 του χρόνια, ανέβηκε χωρίς δυσκολία το μονοπάτι και στάθηκε περήφανος και συγκινημένος στην κορφή του.
Η αξιοζήλευτη φυσική του κατάσταση και η αγάπη του για το βουνό ήταν αυτά που τον οδήγησαν εκεί, όλοι εμείς αρκεστήκαμε τελικά στο ρόλο της καλής παρέας.
Κατεβαίνοντας μας ευχαρίστησε και μας έδωσε την ευχή του.
Μια Ευχή που μοσχοβολούσε τσάι και έλατο!