Παρουσιάζουμε το διήγημα μυστηρίου και τρόμου του συγγραφέα Γιάννη Ρούσου “Τα προικιά της Πανδώρας” το οποίο θα ολοκληρωθεί σε έξι συνέχειες, από το Σάββατο 26 Δεκεμβρίου μέχρι και την Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου. Καθένα από τα έξι μέρη, θα παρουσιάζεται κάθε βράδυ, στις 7. Καλή ανάγνωση…
Δείτε ακόμη: Μέρος 1ο: Λίλη και Όλιβερ, Μέρος 2ο: Χούγκο και Άννα, Μέρος 3ο: Χουάνγκ και Πύρρα, Μέρος 4ο: Μαργαρίτα και Όλεγκ, Μέρος 5ο: Ο Τζιμ, μόνος του
Μέρος 6ο: Οροπέδιο των Μουσών
Πριν να τελειώσει η νύχτα, είχαν μείνει πάνω στη γη μία ή δύο δεκάδες άνθρωποι. Ξημέρωσε στο οροπέδιο των Μουσών. Σε μια άκρη, καθόταν μια μαυροντυμένη γριά, καμπούρα και βλογιοκομμένη. Κρατούσε μια μαγκούρα, είχε φακιόλι στο κεφάλι και μια ρόμπα κάλυπτε το κορμί της. Στην παλάμη της κρατούσε το χέρι ενός μικρού κοριτσιού, που όλο ήθελε να ελευθερωθεί και να πάει να παίξει.
«Άσε με, νόνα, να πάω να παίξω» είπε το κορίτσι.
«Να κάτσεις εδώ που κάθεσαι, Ελπίδα. Θα φτάσουν από στιγμή σε στιγμή. Έχουμε πολύ δρόμο μέχρι να πάμε επάνω, δεν είναι σωστό να αργήσουμε», απάντησε η γριά.
«Λίγο, νόνα. Σε παρακαλώ. Σου υπόσχομαι ότι όταν έρθουν, θα φύγουμε αμέσως. Είναι τόσο όμορφα εδώ, άσε με να παίξω λίγο».
«Καλά, αλλά μην απομακρυνθείς, να σε βλέπω. Δε θέλω να ψάχνω κι εσένα μετά», είπε η γριά και άφησε το χέρι της μικρής. Αυτή έτρεξε μακριά, παίζοντας με το φως και τα χρώματα.
Ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να φτάνουν στο οροπέδιο. Δεν πέρασαν δεκαπέντε λεπτά και όσοι είχαν μείνει ζωντανοί το προηγούμενο βράδυ, εμφανίστηκαν μπροστά στη γραία. Τα μάτια τους εξακολουθούσαν να είναι κίτρινα, με διάφορα σημάδια στη θέση που έπρεπε να βρίσκονται οι κόρες. Άλλος με το σημάδι του θανάτου, άλλη με αυτό της βίας, της αρρώστιας, της απληστίας… Η γριά έκανε νόημα στο κορίτσι που εξακολουθούσε να παίζει ανέμελα, ανάμεσα στα λουλούδια. Την έπιασε από το χέρι και ξεκίνησαν να περπατάνε αργά, στο μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Πίσω τους, ένας – ένας, πήγαιναν οι άντρες και οι γυναίκες που είχαν έρθει να τις συναντήσουν. Άρχισε να σχηματίζεται πυκνή ομίχλη κι η αναπνοή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Πολύ συχνά, κάποιος έχανε την ισορροπία του και απέφευγε την πτώση στον γκρεμό την τελευταία στιγμή. Μόνο το κοριτσάκι, που πήδαγε από εδώ κι από εκεί χαρούμενο, δεν κινδύνευε από την αγριάδα του τοπίου. Κάποια στιγμή, στράφηκε προς τη γυναίκα που το κρατούσε γερά από το χέρι και τη ρώτησε.
«Πώς ξέρεις ότι ακολουθούν όλοι, γιαγιά Πανδώρα; Μπορεί να έφυγε κάποιος».
«Δεν έχουν πια, που αλλού να πάνε».
«Πού τους πάμε;» ρώτησε το κορίτσι, αφού σκέφτηκε λίγο την απάντηση της γριάς.
«Εκεί που ανήκουν. Σ’ αυτούς που τους έφτιαξαν».
«Καλά!» απάντησε αδιάφορα το κορίτσι και συνέχισε να περπατά και να χοροπηδά σκανταλιάρικα, από πέτρα σε πέτρα.
Η ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα. Στην κορυφή του βουνού, μεγάλη αναστάτωση επικρατούσε ανάμεσα στους δώδεκα μόνιμους κατοίκους!
Τέλος
Δείτε ακόμη: Μέρος 1ο: Λίλη και Όλιβερ, Μέρος 2ο: Χούγκο και Άννα, Μέρος 3ο: Χουάνγκ και Πύρρα, Μέρος 4ο: Μαργαρίτα και Όλεγκ, Μέρος 5ο: Ο Τζιμ, μόνος του