Ανακοίνωση του «Μετώπου Νοσοκομειακών Γιατρών»
Ο θεσμός του επικουρικού γιατρού νομοθετήθηκε το μακρινό 1997 με το νόμο 2519 και μοναδικό σκοπό να καλύψει κενά στα Νοσοκομεία της Περιφέρειας, κενά που προέκυπταν από μη κάλυψη θέσεων που προκηρύσσονταν, αλλά έμεναν ακάλυπτες για διάφορους λόγους. Όμως τα τελευταία χρόνια ο θεσμός του επικουρικού αξιοποιήθηκε για να υποκαταστήσει προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, όπως επέβαλαν τα μνημόνια και αποδέχτηκαν διαχρονικά οι κυβερνήσεις.
Η συνέχιση κάλυψης των κενών του ΕΣΥ με επικουρικούς γιατρούς δεν είναι πλέον αποδεκτή μετά την έξοδο από την επιτροπεία. Σ΄αυτό συνηγορεί και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης λόγω της πανδημίας, κατά την οποία ΠΟΥ, ΔΝΤ και ΕΕ συστήνουν την ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας.
Η τακτική κάλυψης των κενών ιατρικών θέσεων με επικουρικούς έχει ως αποτέλεσμα την επαγγελματική ομηρία και την εργασιακή ανασφάλεια των νέων γιατρών που επέλεξαν να μείνουν στην χώρα τους και να προσφέρουν στον τόπο τους, αρνούμενοι μια πιθανόν πολύ καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση στον ιδιωτικό τομέα ή την επιστημονική εξέλιξη σε χώρες του εξωτερικού.
Άλλωστε, η αναστολή ή ο περιορισμός προσλήψεων στο ΕΣΥ είναι μία από τις βασικές αιτίες μετανάστευσης νέων επιστημόνων που έχει ως αποτέλεσμα:
Τη γήρανση του ιατρικού προσωπικού του συστήματος υγείας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια, την εξέλιξη και την ποιότητα της παρεχόμενης περίθαλψης αλλά και της εκπαίδευσης των ειδικευομένων.
Την έλλειψη ειδικευόμενων που παρατηρείται σήμερα στις περισσότερες ειδικότητες στα νοσοκομεία της χώρας και
Την έλλειψη ειδικευμένων γιατρών αύριο.
Κατά συνέπεια το αίτημα του τελευταίου συνεδρίου της ΟΕΝΓΕ για μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών μέσω της πρόσληψης τους είναι λογικό και δίκαιο. Όμως πόσο λογικό και δίκαιο παραμένει αυτό το αίτημα όταν η πλειοψηφία του Γενικού Συμβουλίου της ΟΕΝΓΕ αμέσως μετά το συγκεκριμένο αίτημα προσθέτει αυθαίρετα πως η πρόσληψη πρέπει να γίνει «χωρίς όρους και προϋποθέσεις»;
Η άποψή μας
Οι επικουρικοί γιατροί που υπηρετούν στο ΕΣΥ έχουν προσφέρει σημαντικό έργο και επιπλέον βρίσκονται σε καθεστώς ομηρίας και ανασφάλειας. Αυτή η κατάσταση πρέπει να λήξει. Εκτιμούμε όμως πως δεν είναι δίκαιο και σωστό να προσληφθούν οι επικουρικοί χωρίς κρίση,σε προσωποπαγείς θέσεις. Υπερβαίνει κάθε έννοια αξιοκρατίας και ισονομίας να υπάρχουν ταυτόχρονα και παράλληλα δύο τρόποι πρόσληψης γιατρών στο ΕΣΥ: από τη μία πλευρά η πρόσληψη γιατρών με κρίση και συγκριτική αξιολόγηση μέσω των Συμβουλίων Κρίσης και Επιλογής (τα γνωστά ΣΚΕΙΟΠΝΙ) και από την άλλη η πρόσληψη «χωρίς όρους και προϋποθέσεις» σε προσωποπαγείς θέσεις. Η δεύτερη διαδικασία -που ειρήσθω εν παρόδω ελέγχεται ακόμη και για τη νομική της ευστάθεια-θα δημιουργούσε μια νέα κατηγορία γιατρών στο ΕΣΥ, η οποία θα ήταν ευάλωτη σε κάθε μελλοντική διαμάχη για την σταδιοδρομία τους στα Τμήματα με τους γιατρούς που έχουν διορισθεί από Συμβούλιο Κρίσης,ενώ παράλληλα υποσκάπτει τον θεμελιώδη νόμο του ΕΣΥ, που ορίζει ότι η πρόσληψη των γιατρών γίνεται μετά από προκήρυξη της θέσης και συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων. Επιπρόσθετα, πολλοί συνάδελφοι έχουν αποδεχτεί θέσεις επικουρικού γιατρού σε νοσοκομεία μακριά από το κέντρο ή την οικογενειακή τους βάση, με σκοπό τη μοριοδότηση (συχνά μάλιστα επιλέγουν την παραμεθόριο λόγω αυξημένης μοριοδότησης ),προκειμένου να διεκδικήσουν μελλοντικά μια μόνιμη θέση σε κάποιο άλλο νοσοκομείο (πιο κεντρικό ή προτιμητέο για τους ίδιους) και συνεπώς αυτόματα εγκλωβίζονται εάν εφαρμοστεί μια διάταξη πρόσληψης «χωρίς όρους και προϋποθέσεις» στη θέση που υπηρετούν σήμερα ως επικουρικοί. Τόσο αυτοί οι συνάδελφοι, όσο κι εκείνοι που δεν επεδίωξαν θέση επικουρικού, θεώρησαν ότι ένα σοβαρό κράτος τηρεί τους νόμους του και όταν μιλά για πρόσληψη ορισμένου χρόνου το εννοεί και όταν μιλά για πρόσληψη αορίστου χρόνου ή μόνιμη, επίσης το εννοεί. Εκτός αν συνομολογούμε ότι μπορεί να μην το εννοεί και συνεπώς μπορεί να μονιμοποιήσει την προσωρινότητα, όπως μπορεί να κάνει και προσωρινή τη μονιμότητα. Τέλος, εάν καταληφθούν αυτές οι θέσεις από ήδη υπηρετούντες επικουρικούς γιατρούς αυτόματα αποκλείονται όλοι οι νέοι γιατροί που σήμερα εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα ή στο εξωτερικό και θα ήθελαν να επαναπατριστούν. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, η άποψη που στηρίζουμε τεκμηριωμένα και στη βάση των αποφάσεων του τελευταίου συνεδρίου της ΟΕΝΓΕ είναι πως πρέπει να διεκδικήσουμε την άμεση μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών, με ανοικτή προκήρυξη όλων των θέσεων που καλύπτουν σήμερα επικουρικοί επιμελητές, με ισχυρή μοριοδότηση των μέχρι τώρα υπηρετούντων, ώστε εμπράκτως ν΄ αναγνωριστεί το σημαντικό έργο τους και η προϋπηρεσία τους, χωρίς όμως ταυτόχρονα να καταργείται η συγκριτική αξιολόγηση και η δυνατότητα διεκδίκησης από άλλους συναδέλφους που θα επιθυμούσαν να υπηρετήσουν στα δημόσια νοσοκομεία, ούτε οι ίδιοι οι επικουρικοί να έχουν την πιθανότητα ν΄ αντιμετωπιστούν εντός του συστήματος ως παιδιά ενός κατώτερου θεού.
Βέβαια, το κρίσιμο ζήτημα παραμένει πώς θα γίνουν όλα αυτά στο προσεχές έτος. Με τις προσλήψεις «όπου και αν χρειάζονται» που εξήγγειλε από το “Σωτηρία” ο κ. Μητσοτάκης; Με τις 1100 προσλήψεις γιατρών που ανακοίνωσε στην ΑΔΕΔΥ ο κ. Θεοδωρικάκος; Ή με το “λεφτά για προσλήψεις στην Υγεία δεν υπάρχουν” που είπε στη Βουλή ο ταμίας της κυβέρνησης κ. Σκυλακάκης;
Οι εκτιμώμενες κενές θέσεις γιατρών στο ΕΣΥ είναι περίπου 6000. Συνεπώς, είναι αναγκαίος ο άμεσος και τεκμηριωμένος προγραμματισμός των προσλήψεων που θα καλύψει αυτά τα κενά, καθώς και τις ενδιάμεσες συνταξιοδοτήσεις.
Για να γίνουν όλα αυτά -και πολλά ακόμη, όπως το μισθολόγιο και οι φορολογικές ελαφρύνσεις των ιατρών του ΕΣΥ – το αίτημα για άμεση αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης στην Υγεία στο 7% του ΑΕΠείναι επιτακτικό.
Και τότε αποκτούν ουσιαστικό νόημα και οι συζητήσεις περί του τρόπου μονιμοποίησης και πρόσληψης νέων συναδέλφων.
Αλλιώς είναι “έπεα πτερόεντα”!