Χωρίς αμφιβολία ο νόμος απαιτεί ο συντάκτης της διαθήκης να έχει πλήρη αντίληψη του τι γράφει, να κατανοεί δηλαδή τα γεγραμμένα και να έχει τον καταλογισμό των πράξεων του καθώς και των συνεπειών που αυτές έχουν.
Αυτό προκύπτει εκ της λογικής και φυσικά εκ του νόμου ο οποίος ορίζει στο άρθρο 1718 Α.Κ. πως σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων των άρθρων 1719 έως 1757 Α.Κ. η διαθήκη είναι άκυρη εκτός αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Συγκεκριμένα στο άρθρο 1719 Α.Κ. ορίζεται πως όσοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους κατά το χρονικό διάστημα συντάξεως της διαθήκης, είναι ανίκανοι να προβούν σε σύνταξη αυτής. Τι εννοεί όμως ο νόμος με τη λέξη ανικανότητα;
Η ανικανότητα του διαθέτη διακρίνεται από το νόμο σε δύο κατηγορίες: α) σε ανικανότητα που προκύπτει από νοσηρό ή μη αίτιο όπως είναι η ύπνωση, η μέθη, η λήψη ναρκωτικών ουσιών κ.α, κατά την οποία το άτομο δεν έχει την ικανότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει χωρίς αυτό να σημαίνει πως γενικά έχει κάποιο εγκεφαλικό πρόβλημα κατανόησης. Θα μπορούσα με να την ορίσουμε ως παροδική δικαιοπρακτική ανικανότητα και β) στην ανικανότητα που έχει μόνιμο χαρακτήρα και οφείλεται σε εγκεφαλική βλάβη του ατόμου και σε νευρολογικές – ψυχιατρικές παθήσεις όπως είναι σχιζοφρένεια, ολιγοφρένεια, αυτισμός κ.α .Τέτοιες παθήσεις με ψυχικό ή διανοητικό υπόβαθρο περιορίζουν αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη καθιστώντας τον νομικά ανήμπορο να προβαίνει σε σύνταξη διαθήκης.
Η άνοια αποτελεί μια σοβαρή πάθηση αρκετά συνηθισμένη στις μεγάλες ηλικίες η οποία συνίσταται από μια σειρά συμπτωμάτων που προκαλούνται από νοσήματα που καταστρέφουν τα εγκεφαλικά κύτταρα. Τα συμπτώματα αυτά είναι καταρχήν απώλεια της μνήμης και ακολούθως διαταραχή των υπολοίπων νοητικών λειτουργιών και μείωση της καθημερινής λειτουργικότητας. Ανήκει λοιπόν στη δεύτερη κατηγορία των παθήσεων που προβλέπει ο νόμος, στις οποίες η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών και της συνείδησης δεν έχει παροδικό, αλλά μόνιμο και μη αναστρέψιμο χαρακτήρα. Συνεπώς άποψη του γράφοντος είναι πως ένας συντάκτης με άνοια δεν έχει την απαιτούμενη πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα να πραγματοποιήσει σύνταξη διαθήκης, που αναντίρρητα αποτελεί μια δικαιοπραξία με πολυεπίπεδες συνέπειες τόσο για τον ίδιο τον διαθέτη που θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσει τους κόπους μιας ζωής στους κληρονόμους του, όσο και για τους διαθέτες που παρά το φρόνιμο της συμπεριφοράς τους απέναντι στον διαθέτη μπορεί λόγω του νευρολογικού του προβλήματος να βρεθούν κυριολεκτικά στο δρόμο.
Τέλος, το ζήτημα της ικανότητας προς σύνταξη διαθήκης του πάσχοντος από άνοια είναι ένα πάνω στο οποίο προβληματίζονται συχνά οι δικηγόροι που ασχολούνται με ζητήματα κληρονομικού δικαίου αλλά και όλοι οι νομικοί επιστήμονες καθώς είναι ένα θέμα που απαιτεί λεπτό χειρισμό και είναι δυσκόλως αποδείξιμο.
Άρθρο του Κωνσταντίνου Καμουζή, Δικηγόρου – Ποινοκολόγου – Εργατολόγου