Ατυχείς συγκυρίες για τον μεγαλοεπιχειρηματία Νικόλαο Βασιλείου που είχε ιδρύσει εργοστάσιο οινοποιίας έξω από το Ναύπλιο
Ο ακαλλιέργητος ελληνικός αμπελώνας κατά τα χρόνια της Εθνεγερσίας, το ζήτημα των Εθνικών Γαιών, η βαριά φορολογία, τα τεχνικά μέσα που έλειπαν και οι γενικότερες εθνικές, πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, διαμόρφωναν μία αρνητική κατάσταση για την αξιοποίησή του τα πρώτα χρόνια από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους.
Στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για την εγκαθίδρυση βιομηχανίας και των προσπαθειών διαμόρφωσης οικονομικής πολιτικής εναρμονισμένης με τις διεθνείς προοπτικές, οι κυβερνήσεις και ο ίδιος ο Όθωνας αντιμετώπισαν σε πολλές περιπτώσεις θετικά το αίτημα ορισμένων επιχειρηματιών για υποστήριξη προκειμένου να ιδρύσουν εργοστάσια. Οι απόπειρες αυτές οφείλονταν κυρίως σε επιχειρηματίες, Έλληνες ή ξένους, που έρχονταν από το εξωτερικό: Έμποροι της Διασποράς, σαινσιμονιστές οραματιστές, τεχνίτες της Κωνσταντινούπολης, αλλά και τυχοδιώκτες που επιχειρούσαν να αποσπάσουν αποκλειστικά προνόμια, προστασία και άλλες διευκολύνσεις για να ιδρύσουν «βιομηχανικά καταστήματα» στην Ελλάδα και με βασικά προϊόντα το κρασί και το λάδι.
Η προστασία της «βιομηχανίας» θεωρήκε από πολλούς «καθήκον μιας φωτισμένης και πατρικής διοικήσεως»και οδήγησε σε επανειλημμένες απόπειρες εφαρμογής του θεσμού του προστατευμένου, «βασιλικού εργοστασίου» στην Ελλάδα του Όθωνα. Γι’ αυτόν το σκοπό, άλλωστε, ιδρύθηκε το 1837 η «Επιτροπή επί της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας», με σκοπό την υποβολή προτάσεων για την ανάπτυξη της γεωργίας και της βιομηχανίας και με πρώτο πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη.
Η Επιτροπή αυτή ανέλαβε τηδιοργάνωση των Ολυμπίων, δηλαδή βιομηχανικών ολυμπιάδων, με εκθέσεις ανά τετραετία και με εκπαιδευτικά προγράμματα «προς τελειοποίησιν της εγχωρίου βιομηχανίας», με χορηγία του μεγαλοεπιχειρηματία Ευάγγελου Ζάππα. Η πρώτη έκθεση των Ολυμπίων εγκαινιάσθηκε τον Οκτώβριο του 1859 στις αίθουσες του Πολυτεχνείου (οικία Βλαχούτση) και στην προέκτασή του σ’ ένα ξύλινο προσωρινό κτήριο που χτίσθηκε για την περίσταση, σχεδιασμένο από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ (F. L. Boulanger).
Επιπλέον, η Επιτροπή επί της Εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας μερίμνησε και για τη συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς εκθέσεις «γεωργίας, βιομηχανίας και ωραίων τεχνών» στο Παρίσι (1867) και στη Βιέννη (1873). Ωστόσο, παρά το φιλόδοξο τίτλο της, η ίδια η Επιτροπή δεν επέδειξε ανάλογο έργο. Ας μη ξεχνάμε ότι ο όρος «βιομηχανία» σε αυτή τη πρώιμη περίοδο ενσωμάτωνε σχεδόν κάθε παραγωγική δραστηριότητα.
Κάποιες σημαντικές προσπάθειες καταβλήθηκαν καιαπό κάποιους πολιτικούς άνδρες εκείνης της εποχής, προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγή, ώστε τα προϊόντα να καταστούν ευπώλητα.
Μία τέτοια σημαντική πρωτοβουλία θα σημειωθεί το 1849, από τον Αναστάσιο Λόντο (1791-1856), γόνο πανίσχυρης οικογένειας προυχόντων του Αιγίου, πρώτο δήμαρχο Αιγίου, ο οποίος εγκατέλειψε τις σπουδές του για να κατέβει στην επαναστατημένη Έλλάδα και πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή του τόπου επί μια τριακονταετία, διαθέτοντας την οικογενειακή του περιουσία στα κοινά. Δετέλεσε επί βασιλείας Όθωνα δικαστής στο Ναύπλιο, βουλευτής Αιγιαλείας, γερουσιαστής, για λίγο διάστημα υπουργός Δικαιοσύνης και για άλλο ένα μικρό χρονικό διάστημα υπουργός Εξωτερικών.
Ο άνθρωπος αυτός λοιπόν, γνώστης των συνθηκών της ελληνικής υπαίθρου, εμφανίσθηκε στην Βουλή των Ελλήνων και ζήτησε να εγκριθεί η ίδρυση δύο εργοστασίων, ένα για το κρασί και ένα για το λάδι, δηλαδή τα σημαντικότερα προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Το κράτος δεν επρόκειτο να δαπανήσει ποσά πέραν όσων απαιτούνταν ώστε να διδαχθεί στο ευρύ κοινό η οργάνωση της παραγωγής.
Προσλήφθηκαν αρχιτεχνίτες, αγοράστηκαν τα απαραίτητα εργαλεία και ενοικιάστηκαν τα «Καταστήματα», όπως αποκαλούνταν τότε τα εργοστάσια, τα οποία σημειωτέον, για να επιτευχθεί ο σκοπός, μετέφεραν περιοδικά την έδρα τους σε διαφορετικούς τόπους, ώστε να ενημερωθούν όσοι περισσότεροι παραγωγοί ήταν δυνατόν, για να βελτιώσουν τις μεθόδους παραγωγής τους.
Τα επόμενα βήματα ήταν αφενός η συμμετοχή της Ελλάδος στην Έκθεση των Παρισίων (1855), καθώς και η αποστολή δύο νέων στη Μασσαλία, για να εκπαιδευθούν στην τέχνη της παρασκευής οίνων. Ήταν ο καταγόμενος από την Θήρα Νικόλαος Δ. Γαβαλάς και ο καταγόμενος από την Τρίπολη Θεόδωρος Ι. Σιναδινόπουλος. Επιστρέφοντας, δημιούργησαν δύο σημαντικές μονάδες, οι οποίες συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξάπλωση της οινοποιητικής τέχνης. Πράγματι, αναπτύχθηκαν σε πολλές περιοχές της χώρας μικρές επιχειρήσεις παραγωγής οίνων, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις δημιουργίας μικρών βιομηχανιών που διεκδικούσαν τον δικό τους χώρο στις ευρωπαϊκές αγορές.
Οι εθνικές περιπέτειες αλλά και ηεσωτερική αστάθεια δεν βοήθησαν πάντα στην ευόδωση των προσπαθειών ανάπτυξης.
Μία τέτοια περίπτωση, που αναφέρεται στα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ είναι ενός φιλόδοξου επιχειρηματία που εμφανίσθηκε στα τέλη της βασιλείας του Όθωνα. Ονομαζόταν Νικόλαος Βασιλείου, και διαθέτοντας ίδιους πόρους, είχε ιδρύσει ένα πρωτοποριακό εργοστάσιο Οινοποιίας έξω από το Ναύπλιο. Διαθέτοντας ευρωπαϊκές μηχανές, πρωταγωνιστούσε στην τοπική οικονομία, αφού όχι μόνον κατασκεύαζε εκλεκτούς οίνους αλλά και μεταποιούσε σε οινόπνευμα τις κατεστραμμένες σταφίδες και τα ακατάλληλα σταφύλια.Είχε κατορθώσει να δημιουργήσει διαύλους εξαγωγής οίνων στη Ρωσία και αλλού.
Το 1861 συζητήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων η περίπτωσή του και εγκρίθηκε δάνειο, ώστε να τελειοποιήσει ακόμη περισσότερο το εργοστάσιο και την παραγωγή του.
Όταν εξερράγη στο Ναύπλιο, το 1862, η επανάσταση εναντίον του Όθωνα, το εργοστάσιό του κατελήφθη από τους επαναστάτες, τα βαρέλια του χρησίμευσαν στα οχυρώματα, οι οίνοι και τα οινοπνεύματα χύθηκαν ή καταναλώθηκαν και οι μηχανές του καταστράφηκαν ή αρπάχτηκαν.
Ο δυστυχής Βασιλείου όχι μόνον πτώχευσε αλλά έφθασε στο σημείο να μην μπορεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Κατάντησε, τον Νοέμβριο 1863, να τριγυρνά στους δρόμους των Αθηνών, ζητιανεύοντας και καταδιωκόμενος από τους δανειστές του!
Παράπλευρες απώλειες…..
ΠΗΓΕΣ
ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ
-Κρατική πρωτοβουλία ίδρυσης Οινοποιείου επί Όθωνα
Ο πρώτος επιχειρηματίας που καταστράφηκε στο Ναύπλιο – Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς (02/10/2019)