Ο Παναγής Καββαδίας ήταν ο Κεφαλλονίτης αρχαιολόγος που από το 1881 ως το 1883 έφερε στην επιφάνεια το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, το οποίο βρισκόταν θαμμένο στην πλαγιά του Κυνάρτειου όρους.
Ο ίδιος για αρκετές δεκαετίες (πέθανε το 1928), έφερε στο φως τα πολλά και σημαντικά ευρήματα της πολυετούς ανασκαφής του Ιερού του Ασκληπιού.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από τη δημοσίευση του Επαμεινώνδα Βρανόπουλου στο περιοδικό «Αρχαιολογία» (τεύχος 12, Αύγουστος 1984) και αναφέρεται στις ανασκαφές στο αργολικό θέατρο.
——————-
Όταν ο Παναγής Καββαδίας -διαπρεπής Έλληνας αρχαιολόγος, o όποιος είχε τάξει, σαν έναν από τους σκοπούς της ζωής του, την αποκάλυψη των αρχαιοτήτων της Επιδαύρου και την ίδρυση του Μουσείου της- πήγαινε στις 15 Μαρτίου 1881 στην Επίδαυρο, σκόπευε να εντοπίσει τη θέση του αρχαίου θεάτρου και μετά, αν ήταν δυνατό, να αρχίσει την ανασκαφή του. Είχε μελετήσει, προηγουμένως, κάθε σχετική πληροφορία πού μπόρεσε να βρει στους αρχαίους συγγραφείς. Περισσότερο είχε σταθεί σε αυτά που είχε γράψει ο Παυσανίας, όταν επισκέφθηκε το θέατρο το 2ο αιώνα μ.Χ.
Ο Καββαδίας δεν άργησε να εντοπίσει τη θέση του θεάτρου, διότι το σχήμα του κοίλου -και μόνο αυτό- ήταν καταφανές. Αλλά ο χώρος του θεάτρου είχε μεταβληθεί σε δάσος, και μάλιστα τόσο πυκνό, ώστε, όπως ο ίδιος αφηγείται στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1881, με κανέναν τρόπο δεν κατόρθωσε να εισχωρήσει σ’ αυτό και να ανέβει στο επάνω μέρος του κοίλου του Θεάτρου. Την επόμενη άρχισε κιόλας, από το συνεργείο των εργατών του, η αποκοπή των δένδρων, που υστέρα από μια εβδομάδα είχε συντελεστεί σε ολόκληρο το χώρο του θεάτρου.
Μάταια όμως ο Καββαδίας περίμενε να αποκαλυφθεί μπρος του το κοίλο. Γιατί, στη θέση του, αντίκρισε μια κατωφέρεια βουνού, που είχε σχηματιστεί από το χώματα, που με το πέρασμα των αιώνων είχαν καταπέσει και συσσωρευθεί σε πάχος 1,50 περίπου μέτρου. Χρειάστηκε λοιπόν να ακολουθήσουν μακροχρόνιες και συστηματικές εργασίες˙ μεταφέρθηκαν τα χώματα, καθαρίστηκε το κοίλο και ανασκάφηκε η ορχήστρα και το υποσκήνιο.
Επίσης επανατοποθετήθηκαν πολλά από τα πεσμένα καθίσματα στην αρχική τους θέση και αποκαλύφτηκαν οι τοίχοι των χτισμάτων της σκηνής καθώς και οι είσοδοι τού θεάτρου μέχρι τις πύλες. Κατά τις ανασκαφές, διαπιστώθηκε από ένα άγαλμα ρωμαϊκής εποχής πού βρέθηκε κοντά στη σκηνή, ότι το Θέατρο βρισκόταν σε ακμή μέχρι τούς τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους. Μετά την επικράτηση τού χριστιανισμού -άγνωστο όμως πότε ακριβώς- άρχισε ή σταδιακή επίχωση και ή φθορά του.
Σύμφωνα με τον Καββαδία, φαίνεται ότι στην αρχή γκρεμίστηκε το ημικυκλικό τείχος, που περιέβαλε το κοίλο. Εξαιτίας αποκοπής ξυλείας, ή για άλλους λόγους, άρχισε η κατολίσθηση χωμάτινων όγκων από το Κυνάρτειο όρος πού κατακάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του κοίλου. Αργότερα, ακολούθησε μεγάλος σεισμός, όπως αποδεικνύει ο τρόπος πού έπεσαν οι λίθοι της κρηπίδας. Με αυτόν το σεισμό έπαθε ζημιές το διάζωμα, πού διαιρούσε το κοίλο στην πάνω και κάτω ζώνη, και μετακινήθηκαν τα περισσότερα από τα καθίσματα. Τότε φαίνεται ότι έπεσε και η σκηνή.
Στη συνέχεια η σκηνή φαίνεται ότι οικοδομήθηκε και χρησίμευσε σαν κατοικία, ενώ στους χρόνους της Τουρκοκρατίας κατασκευάστηκε και καμίνι στην ανατολική πλευρά της.
Τον 18ο αιώνα επισκέφθηκε την περιοχή της Επιδαύρου ο Άγγλος περιηγητής Chandier, o οποίος βρήκε το θέατρο σκεπασμένο από θάμνους, που είχαν φυτρώσει στο συσσωρευμένο πάνω από τις κερκίδες χώμα. Ο ίδιος διηγείται ότι οι Τούρκοι είχαν μεταφέρει από το θέατρο στο Αργος και στο Ναύπλιο μαρμάρινο θρόνο καθώς και πολλά αγάλματα.
Η συσσώρευση λοιπόν των χωμάτων και το φύτρωμα των θάμνων, και αργότερα των δέντρων, έκρυψαν το θέατρο και το έσωσαν από άλλες καταστροφές καθώς και από το καμίνι των τουρκικών χρόνων, παρ’ όλο που οι ρίζες των δέντρων, που φύτρωσαν ανάμεσα στους αρμούς των λίθων, εκτόπισαν και κατάστρεψαν πολλά καθίσματα.