Εικόνα: Γενικό Επιτελείο Στρατού – Οι στολές του Ελληνικού Στρατού κατά τις περιόδους 1828-1832
Όπως αναφέρει η λαογράφος και ενδυματολόγος κ. Ιωάννα Παπαντωνίου, η φουστανέλα παίρνει το όνομά της από το ύφασμα φουιστάν, το οποίο κατασκεύαζαν σ’ ένα προάστιο του Καΐρου της Αιγύπτου, το Φουστάτ. Ήταν λευκό χοντρό δίμιτο, κάτι σαν τζιν. Η παραγωγή του διαδόθηκε σε όλη τη Μεσόγειο, όπου ήταν γνωστό ως fustagno.
Στα ιταλικά, όπως άλλωστε και σήμερα, fustagno σημαίνει βαμβακερό ύφασμα -απ΄ όπου το Fustana, με υποκοριστικό το Fustanella.
Στη Ρούμελη συνηθιζόταν η κοντή φουστανέλα με πολλές δίπλες, ενώ στο Μοριά η μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Δενόταν στην μέση με πετσί ή λουρί.
Οι καπεταναίοι και οι γέροντες φορούσαν φουστανέλα μακριά μέχρι το γόνατο και κάτω, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις έλεγαν, ενώ τα παλληκάρια και οι νεώτεροι κοντή ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες.
Την φουστανέλα την χρησιμοποιούσαν για «πολλές δουλειές»…. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους. Παρ’ όλο που ήταν καμωμένη από άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε «την όψη της» και για να μην πιάνει εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι!
Τα τσαρούχια, φτιαγμένα από ακατέργαστο βωδινό τομάρι, απλά και ελαφριά, τους βοηθούσαν στις γρήγορες και οδυνηρές πορείες τους.
Το γελέκι, οι βλαχόκαλτσες και η φλοκάτα συμπλήρωναν τη ενδυμασία του πολεμιστή, που φόραγε συνήθως και κόκκινη σκούφια στο κεφάλι.
Ο Τάκης Λάππας, ιστορικός και συγγραφέας, σε άρθρο του για τη φορεσιά των κλεφτών στην «Νέα Εστία» είχε γράψει ότι, πολλοί από τους αγωνιστές «δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους».
Για τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε και αγγλική στρατιωτική παιδεία, αφού είχε υπηρετήσει στον Αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο, σώζεται ένα περιστατικό, ενόσω βρισκόταν στην Κόρινθο, με τον Δημήτριο Υψηλάντη και άλλους καπεταναίους.
Ο Κολοκοτρώνης τότε είχε ορίσει επίτροπό του στην Πελοποννησιακή Βουλή και επιμελητή του στρατεύματος, τον Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο.
Ο Κ. Αλεξανδρόπουλος από τη Στεμνίτσα, πριν την επανάσταση του ’21, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν παντοπώλης. Εκεί, επικεφαλής και άλλων Ελλήνων, πρωτοστατούσε σε τολμηρές διαμαρτυρίες ενώπιον του σουλτάνου για την κακομεταχείριση των Πελοποννησίων από τους τοπικούς άρχοντες. Για το λόγο αυτό, επειδή “ανέβαινε υψηλά και τολμούσε”, του δόθηκε το προσωνύμιο “Υψηλάντης”. Στην Κωνσταντινούπολη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα, απέκτησε ηγετική θέση μεταξύ των Πελοποννησίων και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες.
Από γράμμα του Κολοκοτρώνη προς τον Αλεξανδρόπουλο με ημερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1821 μαθαίνουμε και για την παραγγελία του Κολοκοτρώνη για σώβρακο!
«Επί τούτω να προσπαθήσης να μου εύρης μερικόν πανί και να το δώσεις εις το σπίτι του Γιάννου να μου κάμουν έν σώβρακον, το οποίον να γίνει ολίγον μακρύ, μάλιστα τα καλαμόποδα να γείνουν έως κάτω και με κάθε πρώτον να μου το εξαποστείλης ότι δεν έχω διόλου και το προσμένω άφευκτα».
Ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), στα «Απομνημονεύματα» του οποίου διασώζεται αυτό το περιστατικό, παρενθέτει μια υποσημείωση, θέλοντας να υπερασπιστεί τους στρατιωτικούς και κυρίως τον Κολοκοτρώνη, που πολλοί τους κατηγορούσαν ότι έκαναν περιουσίες από τα λάφυρα, που πήραν από τους Τούρκους κατά την Άλωση της Τριπολιτσάς.
Πάντως, χωρίς φουστανέλα και τσαρούχι, πολεμιστής δεν νοούνταν. Γι αυτό κι όσους δεν τα φορούσαν τους θεωρούσαν δειλούς, ανίκανους για τον πόλεμο.
Όσους ερχόταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά», τους έλεγαν πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους.
ΟJames Emerson (A picture of Greece in 1825) περιγράφει τις ενδυματολογικές επιλογές των ναυτικών: «τα ρούχα τους συνδύαζαν την ελαφράδα των ανατολίτικων φορεσιών και την χάρη των ευρωπαϊκών. Τα κοντά τους γελέκια καλύπτονταν από όμορφα κεντήματα και το προσωπικό τους στολίδι ήταν η «μάχαιρα», το μοναδικό όπλο των νησιωτών της Ύδρας. Το «πανταλόνι», που δεν φτάνει μέχρι τα γόνατα, είναι το πιο ασυνήθιστο τμήμα τις ενδυμασίας τους. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας φαρδύς σάκος από βαμμένο βαμβάκι και δυο τρύπες στις γωνίες κάτω, έτσι ώστε όταν το φορούν, οι δίπλες που περισσεύουν να κρέμονται σαν σακί πίσω και οι πολλές τσακίσεις ψηλά να προσθέτουν χάρη στην κορμοστασιά».
H φορεσιά των ναυτικών του Αγώνα, γενικά αποτελούνταν από το τσακιστό φέσι, το κοντό «γελέκι» και τη φαρδιά βράκα. Το φέσι ήταν συνήθως κόκκινου χρώματος και «αφού δε παρήρχετο η ανδρική ηλικία εφόρουν σερβέταν, ως ούσαν σεβασμιωτέραν του σκούφου».
Αλλά και οι βράκες των ναυτικών αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση από τους αρματολούς. Τους βρακοφόρους τους ονόμαζαν «ντουντούμηδες» και «χαλντούπηδες», επίθετα που είχαν την έννοια του δειλού ανατολίτη…
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Βασιλείου, Βιολόγος-Ωκεανογράφος Ms