Γράφει ο Ευάγγελος Αλεξανδρής*
Ο πολιτισμός κάθε κοινωνίας αποδεικνύεται ιστορικά από τον τρόπο με τον οποίο ο πολίτης συμπεριφέρεται στον δημόσιο χώρο του. Οι κοινόχρηστοι είναι αναμφίβολα κοινωνικοί χώροι, σημεία αναφοράς και τόποι συνάντησης, καθώς και σημεία κοινωνικοποίησης για κάθε πόλη. Πλατείες, πάρκα, δημόσια κτίρια, στάδια, πεζοδρόμια ανήκουν στο συγκρότημα δημόσιων χώρων για κοινή χρήση, για κοινωνικοποίηση των πολιτών.
Με την ευκαιρία της απογοητευτικής εικόνας που παρουσιάζεται καθημερινά από τον Τύπο και από την άμεση εμπειρία μου στους κοινόχρηστους χώρους των ντροπιαστικών πόλεών μας, αποφάσισα να γράψω αυτήν την επιστολή για να επισημάνω τους παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για αυτήν την θλιβερή εικόνα σήμερα με ευθύνη των απείθαρχων νέων, σε διαμαρτυρία θυμού ενάντια στο σύστημα της κοινωνίας, στο σύνολό της, γιατί η νεανική ανησυχία εκφράζεται αμέσως σε γενικευμένο βανδαλισμό και διαιωνίζεται με χίλιους τρόπους, σε κάθε δημόσιο χώρο.
Ένας βασικός παράγοντας που οδηγεί στη ρύπανση του περιβάλλοντος και την καταστροφή των δημόσιων χώρων σήμερα είναι ότι δεν τους θεωρούμε δικούς μας, με την έννοια της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, του προσωπικού εγωισμού, η μόνη γνωστή διάσταση στη μαζική κουλτούρα του αχαλίνωτου και εφήμερου, ηλίθιου καταναλωτισμού. Έτσι μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε με άγνοια και να τους καταστρέψουμε. Παίζοντας κρυμμένα και σε αντάρτικο πόλεμο με τους φύλακες του συστήματος, την αστυνομία.
Οι νέοι δεν θέλουν πιστεύουν ότι οι δημόσιοι χώροι ανήκουν σε όλους εμάς, στους απλούς ανθρώπους που τους ζουν από ανάγκη και πολύ λιγότερο ή σχεδόν καθόλου από τους εκπροσώπους της ελίτ της αμφισβητούμενης πολιτικής ζωής. Η λανθασμένη ιδέα τους λέει ότι αν κάτι δεν μάς ανήκει ιδιωτικά, αν είναι δημόσια ιδιοκτησία, ο σεβασμός και η προσοχή μας δεν τους αξίζουν.
Δεν υπάρχει πιο αυτοκαταστροφική ταυτοποίηση από εκείνη του εχθρικού κράτους και αδιαφορία στους δημόσιους χώρους και δεδομένου ότι το κράτος ως έννοια και ως πραγματικότητα δεν είναι απτό και σεβαστό για εμάς, καταστρέφουμε τους δημόσιους χώρους που το εκπροσωπούν. Η υποτίμηση της δημόσιας ζωής γενικά έχει αντίκτυπο όχι μόνο στους θεσμικούς εκπροσώπους της, στους υπαλλήλους της για τη δημόσια τάξη ή στην πολιτική αρχή που εκλέγεται από τον λαό, αλλά και στη δημόσια ιδιοκτησία, ένα μνημειακό σύμβολο του πολιτισμού του συστήματος.
Οι δημόσιοι χώροι δεν εμπνέουν αξία για σεβασμό. Σε γενικές γραμμές, δεν σεβόμαστε το κράτος και τα σύμβολα της κοινότητας και ό, τι αντανακλά τους θεσμούς. Αλλά ακόμη και το κράτος δεν είναι εντελώς ανεύθυνο για αυτήν την τρομακτική εικόνα. Η ευθύνη του έγκειται στο γεγονός ότι δεν ενδιαφέρεται και τόσο για τη δημιουργία δημόσιων χώρων που εμπνέουν ζεστασιά και σεβασμό, δείχνοντας έτσι ένα υγιές και γνήσιο ενδιαφέρον για τον πολίτη και τις πραγματικές του ανάγκες. Έτσι, οι κοινόχρηστοι χώροι φαίνονται κρύοι, ανώνυμοι και απρόσωποι, αντανακλούν τον ιεραρχημένο τρόπο με τον οποίο το κράτος αντιμετωπίζει τον πολίτη, συχνά με την προπαγάνδα και τη χειραγώγηση του ιδεολογικού καθεστώτος, με συνέπεια ο νεαρός, με τη σειρά του, να εκδηλώνει τον θυμό του ή τις διαμαρτυρίες του κατά αυτών των συμβόλων εξουσίας.
Το πρόβλημα έχει τις ρίζες του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Όταν πολλοί δάσκαλοι πιστεύουν ότι το σκάλισμα των θρανίων και του πίνανα από τους μαθητές είναι μια καλλιτεχνική έκφραση και όχι μια κοινή καταστροφή και βανδαλισμός της δημόσιας περιουσίας και το επιτρέπουν. Έτσι οδηγούν στην παρανόηση της ελευθερίας και στην υποτίμηση της ομορφιάς που μας περιβάλλει. Με τον ίδιο τρόπο, χτίζουμε δίπλα στη θάλασσα, καίμε ή μολύνουμε το δάσος, χτίζουμε πολκατοικίες και οικοδομές που μπλοκάρουν ταις φυσικές ροές των ποταμών, χτίζοντας τα πάντα με σκυρόδεμα έτοιμα για βαφή με σπρέι …
Ποιος Υπουργός Παιδείας θα μπορούσε να διατρέξει τον πολιτικό κίνδυνο να επιβάλει σεβασμό στην σχολική ιδιοκτησία και τον δημόσιο χώρο από τα πρώτα χρόνια του σχολείου; Και την ίδια στιγμή θα έχει την ικανότητα να πείσει τον εαυτό του ότι αυτή η σταυροφορία δεν θα έχει τίποτα το αυταρχικό, αλλά θα απελευθερώσει τα παιδιά από την αυτοκαταστροφική δυστυχία και θα τους δώσει τη δημιουργική ελευθερία να χτίσουν την αυριανή κοινωνία σε καθαρό καμβά;
Η σύγχρονη εποχή χαρακτηρίζεται από τον ανεξέλεγκτο ατομικισμό και την αναζήτηση ατομικού ενδιαφέροντος εις βάρος της συλλογικότητας. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιδίως το σχολείο και η οικογένεια έχουν αναμφίβολα μεγάλη ευθύνη. Το σχολείο διαμορφώνει μονοδιάστατες, απλοϊκές, φτηνές προσωπικότητες που χρησιμοποιούν τη γνώση με χρηστικό τρόπο και δεν καλλιεργούν το συλλογικό κριτικό πνεύμα. Δεν δημιουργούν συνειδητούς και υπεύθυνους πολίτες με επίγνωση των δικαιωμάτων τους αλλά και των υποχρεώσεών τους, οι οποίες θα προτείνουν το Εμείς και όχι το Εγώ στη ζωή του μέλλοντος.
Εξίσου σημαντική είναι και η ευθύνη των γονέων, οι οποίοι, απορροφημένοι στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση, περιορίζονται στο να παρέχουν στους νέους μόνο υλικά αγαθά για καθαρή απόσπαση της προσοχής και αξιολύπητη κατανάλωση χρόνου, χωρίς να φροντίζουν να σχηματίσουν έναν κατάλληλο χαρακτήρα για τα παιδιά τους, σε ζωτική επαφή και πολιτιστική προβολή, ώριμη συναισθηματική νοημοσύνη, πνευματική ανάπτυξη χειραφέτησης από χρόνιες εξαρτήσεις.
Με την κοινωνική ασυνειδησία, επομένως και την αντίληψη της συλλογικής ανευθυνότητας από την παιδική ηλικία, οι άνθρωποι παραμένουν ψυχικά παγιδευμένοι σε μια κοινωνικά στείρα αντίληψη της ευθύνης και της συνείδησης των ενηλίκων. Η κοινή λογική υποβαθμίζεται σημασιολογικά για να “κατηγοριοποιήσει” στην ατομική περίπτωση και, στην πραγματικότητα, με περιορισμένο, επιλεκτικό και μη παραγωγικό τρόπο σε κοινωνικό επίπεδο, αγνοώντας τις πολιτιστικές συνέπειες εις βάρος της κοινότητας. Πώς λοιπόν μπορούμε να διαβάσουμε τα τραγικά στατιστικά στοιχεία για περίπου 250 ετήσιες αυτοκτονίες νέων στην Ελλάδα, κρυμμένα από δημόσιες αναφορές για φόβο ότι θα επεκταθεί το φαινόμενο με μαζική μίμηση;
Οι νέοι τείνουν πάντα από άγχος και ασυμβίβαστο πνεύμα, να γίνουν πρωτοπόροι επαναστάσεων, έτοιμοι για αγώνες, να διεκδικήσουν υψηλά ιδανικά και καλύτερες συνθήκες ατομικής διαβίωσης. Έχουν την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση των γονιών τους. Σε τελική ανάλυση, η αμφιθυμία, η αυθόρμητη κίνηση και η ενστικτώδης αντίδραση, από ανακλαστικά, συνυπάρχουν με τη νέα φύση, τείνουν στο βιωματικό πειραματισμό και όχι στη γνώση και θεωρητική σοφία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι νέοι – ΕΓΩ = κέντρο του κόσμου – δεν συμβιβάζονται εύκολα, αλλά επαναστατούν όταν θεωρούν “αδικημένοι” ή όταν τα “θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματά τους” παραβιάζονται ή θεωρούνται ως τέτοια και θέτουν άμεσους στόχους, που δεν μπορούν να αναβληθούν, προσπαθούν να φτάσουν άμεσα ακόμη και με κόστος να θυσιάσουν τη ζωή τους. Ειδικά αν ενισχύεται πολλαπλασιαστικά από τη συμπεριφορά της αγέλης. Συμμετέχουν σε απεργίες, καταλήψεις, διαμαρτυρίες, συγκεντρώσεις και αγώνες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και ως εκ τούτου να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης όχι μόνο της δικής τους, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας της οποίας αισθάνονται εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι. Αναλογίζονται το μέλλον της κοινωνίας και αισθάνονται την ηθική ανάγκη και υποχρέωση να ανατρέψουν όλα τα υπαρκτά κοινωνικά παραδείγματα που θεωρούν λανθασμένα, βίαια, παράλογα, άδικα, για να δημιουργήσουν έναν καλύτερο κόσμο, στην ειρήνη και τη δικαιοσύνη που φαντάζονται στην καθαρή συναισθηματική θεωρία της αφελούς αυθορμητικότητας, ενθουσιασμό, νεανική παρορμητικότητα.
Χρησιμοποιούν το ψηφιακό δυναμικό για να μοιράζονται μηνύματα σε κώδικα αργκό, συνθηματική ορολογία της κάστας, με αυθαίρετη αυτοπεριθωριοποίηση, αναδημιουργώντας εστίες περιθωρίου για τη χρήση και την κατανάλωσή τους σε αντίθεση με την πολιτική κατάσταση και ενάντια σε οποιαδήποτε δημοκρατική ανοιχτή επικοινωνία στην αντιπαράθεσ με επιχειρήματα, αυτή την άγνωστη στα παιδιά μας κουλτούρα αμοιβαιότητας και αλληλεγγύης στη λογική, συνεπεία της θυσίας της ιδέας του «Εμείς» που αγνοήσαμε από την παιδική ηλικία και την υπερτροφική ιδεολογία του τεράστιου «ΕΓΩ».
Δυστυχώς, ο πολιτικός αναλφαβητισμός της νέας των καιρών μας, του ψηφιακού μαζικού εκβαρβαρισμού, είναι συνέπεια του λειτουργικού, πολιτιστικού και συναισθηματικού αναλφαβητισμού. Την ευθύνη φέρει ο διαχωρισμός του συστήματος τεχνικής κατάρτισης επαγγελματικών δεξιοτήτων από την ανθρώπινη παιδεία. Έτσι, η συμπεριφορά των ατόμων καθορίζεται από τις ανάγκες που επιβάλλονται μαζικά από ένα σύστημα καταναλωτών όπου η τεχνολογία διαχειρίζεται τις προσωπικές ανάγκες και οι κοινωνικοί θεσμοί δεν έχουν τη δύναμη της ανθρώπινης επιρροής στην κοινωνία. Σήμερα πληρώνουμε το τίμημα της ασυνέπειας κι ασυνέχειας, το πολιτειακό χάσμα, επειδή οι μεμονωμένοι πελάτες καταναλωτές της τεχνικής παραγωγής, αρνούνται τον ρόλο των συμμετεχόντων πρωταγωνιστών πολιτών της ανθρώπινης κοινωνίας.
* Ευάγγελος Αλεξανδρής
Εκπαιδευτικός, Κοινωνιολόγος, Δημοσιογράφος
Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020