του Γιώργου Νικολόπουλου
Πολλοί ήταν οι Έλληνες που πέθαναν από τύφο στο Ναύπλιο, το Δεκέμβριο του 1822 αλλά και τους πρώτους μήνες του 1823, μετά την Άλωση του Παλαμηδιού και τον εποικισμό τους στην πόλη.
Η επιδημία προϋπήρχε στους οθωμανούς κατοίκους της πόλης. Για μήνες βρίσκονταν υπό πολιορκία από τους Έλληνες και είχαν φτάσει στο σημείο να τρώνε ακόμα και ποντίκια για να επιζήσουν.
Ένας από τους ασθενείς, ο οποίος τελικά επέζησε, ήταν ο Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), ο υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη. Ο Φωτάκος γράφει στα απομνημονεύματά του ότι οι ασθένειες των Ελλήνων οφείλονται στο εξής γεγονός: Μόλις κατάλαβαν το Ναύπλιο, φόρεσαν τα ρούχα-λάφυρα και χρησιμοποίησαν πράγματα των άρρωστων Τούρκων. Έτσι μολύνθηκαν.
Η νόσος αυτή είχε παράξενα συμπτώματα. Όποιος γλίτωνε από το θάνατο, έχανε μία από τις αισθήσεις του. Ή το φως του, ή την ακοή του, ή τη μνήμη του. Όταν η ασθένεια έφθανε στο αποκορύφωμά της, ο ασθενής τρελαινόταν και είχε παραισθήσεις. Δεν υπήρχαν ούτε γιατροί, ούτε νοσοκομείο, ούτε κάποιο άλλο μέσο θεραπείας.
Πολλοί από τους αρρώστους, καθώς ένιωθαν να καίει το κορμί και τα σωθικά τους, πετάγονταν από τα κρεβάτια τους και έτρεχαν στη θάλασσα για να κολυμπήσουν και να δροσιστούν. Πνίγονταν…
Νόμιζαν το δρόμο για θάλασσα και …βουτούσαν
Άλλοι πίστευαν ότι οι δρόμοι και οι αυλές ήταν θάλασσα. Αφού έβγαζαν τα ρούχα τους για να μην βραχούν, πηδούσαν από τα παράθυρα στο κενό. Όσοι δεν τραυματίζονταν σοβαρά ή δεν σκοτώνονταν από το πέσιμο, γύριζαν γυμνοί στην πόλη. Φυσικά, κανείς δεν τους πλησίαζε από το φόβο να μην κολλήσουν κι εκείνοι.
Κάποιοι νόμιζαν ότι ήταν ιερείς… Περιφερόμενοι μέσα στο σπίτι τους μιμούνταν τους ιερείς να κάνουν λειτουργία στην εκκλησία.
Δεν ήταν όμως μόνο οι Έλληνες που νόσησαν από το λοιμό αλλά πέθαναν και πολλοί Γερμανοί φιλέλληνες. Πρόκειται γι’ αυτούς που είχαν έρθει για να πολεμήσουν για την Ελλάδα και διασώθηκαν από τη μάχη του Πέτα. Εκείνοι δεν είχαν κάποιον συγγενή να τους μαζέψει και να τους περιποιηθεί. Ούτε γνώριζαν τη γλώσσα για να συνεννοηθούν. Αν κάποιος από αυτούς πήγαινε να ζητήσει νερό για να σβήσει τη φωτιά που έκαιγε μέσα του, οι υγιείς έτρεχαν μακριά του για να μη μολυνθούν.
Τους θεωρούσαν δαιμονισμένους
Οι Έλληνες χωρικοί φοβούνταν να πλησιάσουν τους ασθενείς επειδή υπήρχε η πρόληψη ότι οι ασθενείς ήταν δαιμονισμένοι και θα δαιμονίζονταν και οι ίδιοι. Παρόλα αυτά, πολλοί από τους κατοίκους των γύρω χωριών πήγαν στο Ναύπλιο μετά την Άλωση για τα λάφυρα και πήραν μολυσμένα ρούχα. Μετέφεραν με αυτό τον τρόπο έτην αρρώστια και το θάνατο και στα χωριά τους.
Ο Φωτάκος ο οποίος διέσωσε στα απομνημονεύματά του την ιστορία του λοιμού των Ελλήνων ήταν άρρωστος για 28 ημέρες, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο. Όπως γράφει: «Είχαν καρφώσει τα παράθυρα και την θύραν μήπως φύγω και κρημνισθώ, υπέφερα πολύ. Eλλατώθη το μνημονικόν μου και η ακοή μου, και μετά παρέλευσιν πολλού χρόνου πάλιν τα επανέκτησα».
Διαβάστε ολόκληρο το απόσπασμα (με επιπλέον ενδιαφέροντα στοιχεία) από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου για το λοιμό των Ελλήνων στο Ναύπλιο. Η δημοσίευση έγινε στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κ. Σκόκου το 1893.