Γράφει ο Γιώργος Κόνδης
«Ήμουν οχτώ χρονών. Μια μέρα, στο χωριό, οι Τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της. Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Άλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απέναντι διαταγές και πυροβολισμοί. Ολοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει.
Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”) και κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της. Θυμάμαι σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το μεγάλο κακό.
Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Οταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους, σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας, τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας. Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια».
Με τα λόγια αυτά ο Σταύρος Κοντογιαννίδης, γεννημένος στο χωριό Ζιμόνα Χερίενας της Αργυρούπολης Τραπεζούντας, αυτόπτης μάρτυρας της θηριωδίας των Νεοτούρκων, ένας άνθρωπος απλός, πρώην πεταλωτής και γεωργός, μας μεταφέρει μια εικόνα από την εκστρατεία εξόντωσης του Ποντιακού Ελληνισμού. Ο Σταύρος Κοντογιαννίδης είναι από εκείνους που είχαν την τύχη να ξεφύγουν από τη φωτιά της βαρβαρότητας που έκαψε τον Πόντο και δεν υπάρχει τ’όνομά του στις 350.000 των ονομάτων όσων άφησαν την τελευταία τους πνοή σφαγιασμένοι μπροστά στα σπίτια τους, στις εκκλησιές τους, στα χωριά τους ή στην μακρά πορεία εξόντωσής τους μέσα στην έρημο της Ανατολίας.
Από την ίδια τύχη επωφελούμαστε κι εμείς καθώς οι μαρτυρίες αυτές μας βοηθούν να διατηρήσουμε τη Μνήμη που προφυλάσσει ακόμα μέσα της δεσμούς αίματος, αξιών και πολιτισμού.
Κι αν ίσως κάποιοι θεωρούν πως οι μαρτυρίες των απλών ανθρώπων είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών που έζησαν σε πολεμική περίοδο (έτσι ονομάζει τη γενοκτονία ακόμα και σήμερα το επίσημο τουρκικό κράτος), τότε υπάρχουν και εκείνες των συνεργατών των Νεοτούρκων στον υψηλότερο βαθμό, όπως αυτή του στρατιωτικού απεσταλμένου των σοβιετικών Φρούνζε που οργάνωσε την τουρκική αντεπίθεση στο μικρασιατικό μέτωπο κατά των ελληνικών στρατευμάτων το 1921 :
Ο Φρούνζε στο βιβλίο του “Αναμνήσεις από την Τουρκία” γράφει: “Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ’ ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωραίας κοπέλλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ’ ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου.”
Όταν στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στην Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη, τελική και πιο άγρια φάση της εξόντωσης του Ελληνισμού στον Πόντο και την Ιωνία. Η πρώτη αιματοβαμένη φάση έχει ήδη αρχίσει κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου κάτω από την άγρυπνη ματιά των Γερμανών στρατιωτικών ακολούθων που οργάνωναν τον τουρκικό στρατό από το 1913 με επικεφαλής τον στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς.
Γράφει ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα του Ελληνισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας :
«Τη ενόχω συνεργία δυο μεγάλων χριστιανικών δυνάμεων της Δύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας κατά τα έτη 1914 – 1918, εσφάγη υπό των Νεοτούρκων ολόκληρον έθνος το Αρμενικόν και εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθανον εν τη εξορία».
Η ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού πέρα από τη βαρβαρότητα των διώξεων, των σφαγών, του ξεριζωμού εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, πέρα από την σκέψη για την κακή επανάληψη της Ιστορίας και σε άλλους λαούς και σε άλλα μέρη του κόσμου, δεν θα πρέπει να κρύβει τη δεύτερη εξίσου μεγάλη βαρβαρότητα που διαπράχθηκε σε βάρος των Ποντίων, του Ελληνισμού και του Κόσμου: την εκ θεμελίων καταστροφή ενός ολόκληρου πολιτισμού.
Μέχρι και την μικρασιατική καταστροφή ένα σημαντικό σχολικό δίκτυο στον Πόντο αποτελούσε μια όαση παιδείας για την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Περίπου 1200 σχολεία όλων των τύπων και πάνω από 1500 εκπαιδευτικοί προσέφεραν τα αγαθά της γνώσης και του πολιτισμού σε περισσότερους από 50.000 καταγεγραμμένους μαθητές. Στα ιστορικά Φροντιστήρια της Τραπεζούντας, της Αργυρουπόλεως, τα Παρθεναγωγεία και Αρρεναγωγεία της Σινώπης, της Κερασούντας και της Αμισού, διατηρήθηκε και ανανεώθηκε η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός. Από αυτά ξεπήδησαν μεγάλα πνεύματα και προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Στα ερείπια της Μονής του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και εκείνα της Μονής του Αγίου Ιωάννη Βαζελώνος καθώς και στην ελπιδοφόρα αναστύλωση και εορταστική λειτουργία της Παναγίας Σουμελά, αλλά και σε δεκάδες άλλες σε ολόκληρο τον Πόντο, μπορεί κανείς ν’αναζητήσει το μεγάλο ηθικό και παιδευτικό έργο μιας εκκλησίας που ξεπέρναγε τα στενά όρια του Πόντου και μεταλαμπάδευε γνώσεις, γλώσσα και πίστη σε πολλούς άλλους λαούς όπως οι Απχάζιοι, οι Γεωργιανοί, κ.ά. Ταυτόχρονα αποτελούσαν κέντρα ηθικής και κοινωνικής στήριξης σε δύσκολους καιρούς καθώς και φάρους πολιτισμού διατηρώντας πλούσιες βιβλιοθήκες.
Αγ. Γεώργιος Περιστερεώτας
Αλλά και στην οικονομία ο Πόντος αποτελούσε μια όαση. Ως και το 1869 αναφέρει ο Άγγλος μελετητής Άντονι Μπράιερ η Τραπεζούντα διακινούσε το 40% του εμπορίου της Περσίας και μεγάλο μέρος του διαμετακομιστικού εμπορίου πέρναγε από τα μεγάλα παραθαλάσσια κέντρα του Πόντου. Η πλούσια γεωργική παραγωγή καπνών (Αμισός, Πάφρα), φουντούκια (Κερασούντα), δημητριακά, μετάξι (Αμάσεια), η αλιεία της Σινώπης, κ.ά, έκαναν τον Πόντο ένα πλούσιο κέντρο γεωργικής παραγωγής. Τα μεταλλεία στη Νικόπολη και τη Χαλδαία, τα ναυπηγία στην Ινέπολη και τέλος οι πανίσχυροι τραπεζικοί και εμπορικοί οίκοι διαμόρφωναν ένα στιβαρό οικονομικό κέντρο στην Τραπεζούντα και σε ολόκληρο τον Πόντο και την ευρύτερη περιοχή.
Ολόκληρος αυτός ο πολιτισμός ξεθεμελιώθηκε μαζί με τους ανθρώπους που τον παρήγαγαν μέσα στους αιώνες. Όμως η δύναμή του δεν χάθηκε. Ξαναγεννήθηκε και μεγαλούργησε όπως ο σπόρος που τον παίρνει ο άνεμος και φυτρώνει δεκάδες χιλιόμετρα πιο μακριά. Και έβγαλε τις ίδιες πάντα παραγωγικές ρίζες. Τα άνθη του μεταφέρουν τις ίδιες πάντα μαρτυρίες από τις δόξες του και τους καημούς του. Οι μαρτυρίες αυτές μας βοηθούν να μάθουμε, να μην ξεχάσουμε, να στοχαστούμε και τελικά να διδαχτούμε από τα μαθήματα της Ιστορίας. Ας είναι αιωνία η μνήμη των αδελφών που έπεσαν θύματα αυτής της βαρβαρότητας και κάθε βαρβαρότητας που διαλύει τον πολιτισμό του ανθρώπου.