…θα ’ρθω να σε ξυπνήσω – κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ – να βγεις να σου μιλήσω.
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει τους στίχους του Κ. Μακρή στο ρυθμό του μπουζουκιού του Μάρκου Βαμβακάρη! Ποια παρέα δεν έχει χαρεί με την «τσάρκα πέρα στο μπαξέ τσιφλίκι» του Βασ. Τσιτσάνη και ποιες γειτονιές δεν τραγούδησαν τη «νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι»! Στο Πασαλιμάνι, στη Σπηλιά του Παρασκευά (στα Βοτσαλάκια), στη Γούβα του Βάβουλα, στις Τζιτζιφιές…. σε τόσα άλλα μέρη που ακούστηκαν οι φωνές, οι πενιές και τα λαϊκά τραγούδια τα γραμμένα με αγάπη, με αίσθημα, με δάκρυα και κόπο από τους ρεμπέτες, τους λαϊκούς τροβαδούρους και από χιλιάδες ανθρώπους που μεγάλωσαν με αυτά.
Το σμυρναίικο και στη συνέχεια το ρεμπέτικο αποτέλεσαν κόκκινο πανί για την προπολεμική ιδεολογία, σημαδεύοντας ιδιαίτερα τα φτωχά στρώματα του πληθυσμού των πόλεων και επισύροντας διωγμούς για τους «ρεμπέτες», οι οποίοι αναγκάζονται σταδιακά, ιδιαίτερα με τη μεταξική δικτατορία, να «εκσυγχρονιστούν» μέχρι που ο Βασ. Τσιτσάνης θα διαμορφώσει ένα πιο σύγχρονο λαϊκό μεταπολεμικό τραγούδι και ο Μ.Χιώτης θα το μεταφέρει πλέον… στα σαλόνια. Στην αυτοβιογραφία του ο Μάρκος έγραφε: «όλα τα πρώτα μου τραγούδια ήταν χασικλήδικα… Έγραψα πολλά μέχρι το ’36. Μετά περίλαβε ο Μεταξάς και γράφαμε αλλιώτικα. Με φώναξαν στη λογοκρισία και μου είπαν. Θα σταματήσεις απ’αυτό το γράψιμο, δε θα γράφεις τέτοια πράματα…. Έφκιαξα διαφορετικά το γράψιμό μου τότες, συμμορφώθηκα…..».
Ύστερα ήρθε η 31 Ιανουαρίου 1949, μ’εκείνη τη συνταρακτική παρουσίαση του Μάνου Χατζιδάκι στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, όπου παρουσιάζει – έχοντας δίπλα του το Μάρκο Βαμβακάρη – το ρεμπέτικο ως θεμέλιο λίθο της σύγχρονης λαϊκής μουσικής. Πρόκειται για πρώτου μεγέθους σκάνδαλο απέναντι σε μια εξουσία που έχει το ρεμπέτικο υπό διωγμόν και ένα κοινό αστών και διανοουμένων που το θεωρούν μουσικό είδος των περιθωριακών και το περιφρονούν. Σταδιακά οι απόψεις, οι θέσεις και οι καταστάσεις αλλάζουν. Ο Γ.Τσαρούχης στο πλάι της Σωτ. Μπέλλου δηλώνει πως δεν τον ενδιαφέρουν οι απόψεις των άλλων για το ρεμπέτικο και ότι ο ίδιος το θεωρεί σημαντικό κομμάτι της λαϊκής μουσικής. Ίσως να είναι αυτή η δύναμη που άλλαξε τις στάσεις απέναντι στο ρεμπέτικο ή που βοήθησε σημαντικά στην αλλαγή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το κέντρο της οδού Δώρου στην Αθήνα όπου τραγουδούσε η ΡόζαΕσκενάζυ και στο οποίο σύχναζαν συχνά ο Γ.Τσαρούχης, ο Φ.Κόντογλου και άλλοι. Ο συγγραφέας Αλέξης Σαββάκης μεταφέρει το εξής περιστατικό: «εάν βράδυ ο Τσαρούχης παρέσυρε σ’ αυτό το κέντρο τη Σοφία Σπανούδη, μια από τις μορφωμένες και εκλεπτυσμένες Ελληνίδες της εποχής, ειδική στα περί κλασικής μουσικής, έτοιμη όμως να αγαπήσει κάθε τι το ωραίο και αληθινό, όπως τη μουσική του ρεμπέτικου. Η κλασική της μόρφωση δεν την εμπόδισε να γράψει τις πιο θερμές κριτικές που έχουν γραφεί για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Η Σοφία Σπανούδη, που ήταν φίλη της ΚόζιμαΒάγκνερ και πρόσωπο οικείο στο περιβάλλον του Μπάιροϊτ, άκουσε την Εσκενάζυ και ενθουσιάστηκε…..»
(σ.σ. Κόζιμα Βάγκνερ: κόρη του μεγάλου συνθέτη F. Listz και σύζυγος του R. Wagner, οργάνωσε μουσείο του συνθέτη στο σπίτι τους στο Μπάιροϊτ και το φημισμένο Φεστιβάλ Βάγκνερ – Μπάιροϊτ: πόλη της Βαυαρίας με την ξακουστή Όπερα του Βάγκνερ που φιλοξενεί κάθε χρόνο το φεστιβάλ Βάγκνερ.
Το ρεμπέτικο είχε ήδη εξαπλωθεί στα αστικά κέντρα, αλλά μερικώς και στις αγροτικές περιοχές όταν το μάθαμε εμείς στη δεκαετία του ’60. Η πιτσιρικαρία σπάνια γινόταν ανεκτή σε κέντρα διασκέδασης, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές τα καλοκαίρια όταν, μαζεμένοι έξω από τη σπηλιά του Παρασκευά στο Πασαλιμάνι, ακούγαμε το «Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει – έχεις γνώμη τώρα αλλάξει». Όμως, το ρεμπέτικο πέρασε σ’ εμάς κυρίως από τις γειτονιές όταν τα βράδια πολλοί γειτόνοι μαζί μαζεύονταν στα πεζοδρόμια ή στις άπλες και σταδιακά άρχιζαν το τραγούδι μέχρι αργά τις πρωινές ώρες που τελείωναν με κάποιο «μινόρε της αυγής». Πρώτες, δεύτερες φωνές… σωστή συναυλία!
Μια τέτοια γειτονιά έστησε ο σκηνοθέτης-παραγωγός Γιώργος Ζέρβας σε συνεργασία με τη μουσική κομπανία του Βαγγέλη Τρίγκα. Μια συνεργασία που απέφερε ένα από τα καλύτερα φετινά μουσικά δρώμενα με τίτλο «Άκουσε το τραγούδι μου… τραγούδια σταθμοί για τον Έρωτα στο σμυρναίικο – ρεμπέτικο – μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι». Με κείμενα που συνέλεξε ο Γ.Ζέρβας για τη ζωή και τον κοινωνικό περίγυρο μέσα στον οποίο εξελίχθηκε το ρεμπέτικο και λεπτομέρειες άγνωστες στο ευρύ κοινό, παρουσιάζεται ένα από τα ομορφότερα λευκώματα για την ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού. Η ανάγνωσή του γίνεται από έναν γνώστη της δραματοποίησης, το Νικόλα Ταρατόρη. Στις σελίδες του λευκώματος δίνουν ζωή το μπουζούκι του Βαγγέλη Τρίγκα, η απαράμιλλη ποιοτική απόδοση του δεξιοτέχνη μουσικού και η βαθιά εκφραστική φωνή της Μαργαρίτας Καραμολέγκου. Ενώ το μουσικό σύνολο ξεχωρίζει με την απόδοση των συνεργατών τους στο δεύτερο μπουζούκι και το μαντολίνο (Αντ. Σίδερης), στο πιάνο (Θ.Μπουρτζάκης), στο βιολοντσέλο (ΈρσηΝόνη) και στο κοντραμπάσο (Γ.Πλαγιανάκος).
Η εξαιρετική τους απόδοση μας έκανε να ζήσουμε ξανά τις όμορφες στιγμές της γειτονιάς κι ας είναι πια μακριά η εποχή εκείνη. Συνοδεύοντας στο τραγούδι τη Μαργαρίτα Καραμολέγκου νιώθαμε και πάλι εκείνη την απίθανη χαρά των πιτσιρικάδων που άκουγαν τους μεγάλους να τραγουδούν αφήνοντας στην άκρη τις δυσκολίες των καιρών:
Πόσο ήθελα ρε φίλε να ‘χα φουλ το πορτοφόλι
με μια κούρσα να βολτάρω μέσα στην Ελλάδα όλη
Βόλο, Λάρισα Καρδίτσα να γλεντήσω μια βραδιά
Και να καταλήξω σούρα στα στενά του Σακαφλιά