Λοιπόν κύριε Κλόουν πως τα πέρασες κατά την απουσία μου; Δεν μιλάς; Ε βέβαια, τι να μου πεις, κωμικός τύπος του θεάτρου ποικιλιών είσαι σε χαρακτηρίζει κυρίως η αδεξιότητα… Εσύ μόνο να μπερδεύεσαι και να μπουκάρεις στην σκέψη μου, δεν κάνεις και τίποτα άλλο.
Χωρίς καλά- καλά να τελειώσει την φράση του, ο Φίλιππας βάζει πλώρη για την κουζίνα.
Διασχίζει τον όχι και τόσο ουρανομήκη διάδρομο, καθ’ οδόν ελέγχει το φωτάκι του οποίου η εκθαμβωτική δέσμη διαλύει κάπως την σκοτεινιά, στρίβει δεξιά φθάνει στην κουζίνα και αποφασιστικά κατευθύνεται προς το παν-λευκο ψυγείο. Αποστάσεις γνώριμες γι’ αυτόν και διαδρομές εσωτερικές που σκαρίζουν πολύχρωμα κουβάρια. Σκηνικό στο περίπου κατά πως σκαρίζει το κοπάδι για βοσκή.
Εμφιαλωμένο νερό, κάμποσα πολυκαιρισμένα, άσχετα μεταξύ τους μικροαντικείμενα συνθέτουν ένα ανάγλυφο τοπίο, έναν αυτοσχέδιο γεωφυσικό χάρτη τοποθετημένο γύρευε πόσο καιρό, πάνω από την οροφή του ψυγείου.
Οχι… Οχι..! Ο παυσίλυπος βρόγχος του ψυγείου διόλου δεν σχετίζεται με εκκολαπτόμενη πράξη διαμαρτυρίας. Μια στοργική κίνηση του χεριού του τον φέρνει στην ευχάριστη θέση να σβήνει την δίψα του με το εμφιαλωμένο νερό. Ωστόσο τα ενοχικά ψήγματα για την άργητά το , διακριτικά μεν εμφανώς δε υποβόσκουν στο πρόσωπό του. Στα επόμενα λεπτά ανοίγει την πόρτα του ψυγείου και ο βρόγχος αυτόματα σωπαίνει. Τοποθετεί την φιάλη, βγάζει μία μπύρα, κλείνει την πόρτα. Ο βρόγχος επανέρχεται και διαχέεται μέσα σε όλο τον χώρο, στον διάδρομο, υπνοδωμάτιο, στο χώλ , κυρίως στο «πολιορκιμένο» από χάρτινους ήρωες γραφείο.
Παντού βρόγχος. Μέσα κι έξω! Το ίδιο και η νύχτα, γλιστρά από τις γρίλιες και τις χαραμάδες των παραθύρων. Νύχτα παντού ρέει σαν παχύρευστο υγρό, πιρουνιάζει παραβγαίνοντας στην ορμή με το κρύο.
Και είναι ο ίδιος βρόγχος με αυτόν που αποπνέει το τηλεγράφημα που ήδη έχει αιχμαλωτίσει την προσοχή και το είναι του Φίλιππα. Ένα ταλαιπωρημένο χαρτί στην παλάμη του παίζει τραμπάλα στα δάχτυλα του και προσπαθεί να συνυπάρξει με το κουτάκι της μπύρας. Η ώρα περνά και η σκοτεινιά φουντώνει . Μισογερμένος στον τοίχο ο Φίλιππας, γέρνει πιότερο πάνω στο τηλεγράφημα και αφήνει την ματιά του να τρέξει στις λιγοστές αράδες του:
…Ορίζοντας θολός καθώς και η μέρα και τόπος συνάντησης μας ……………..STOP.
Τραβώ γραμμές στοιχίζω λέξεις στέλνω μήνυμα ……………..STOP.
Κάτι σαν αφιέρωση από ραδιόφωνο…………………. STOP.
Βραχνή φωνή …. Βραχνή γραφή …………………. STOP.
Aγαπητέ _________________ (χώρος αυτοσχεδιασμού) ….. STOP.
Ζητώ ταπεινά συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σου σταθώ δίπλα τις τελευταίες στιγμές της ζωής σου……………..STOP.
Τα ψαλιδισμένα φτερά κρατούν το φευγειό μο …………………STOP.
Χάρτες α– γεωγράφητοι ορφανεμένοι από αζιμούθια ………………. STOP .
Ωστόσο η σκέψη μου αερικό και σ ακολουθεί …………………… STOP .
Όσο το περιεχόμενο του τηλεγραφήματος σμπαράλιαζε τον Φίλιππα, στο διπλανό δωμάτιο ο φιλαράκος ο κλόουν με καταπληκτική σβελτάδα ανακαλύπτει μια φυσαρμόνικα και ξεκινά να παίζει χωρίς σταματημό. Στο λεπτό η υγρή ρευστοποιημένη νύχτα, κυματώδης και ορμητική, νότα με την νότα, μεταμορφώνεται σε πλημμυρίδα.
Ο βρόγχος, η νύχτα, και ο έναστρος ουρανός, ένα σμίξιμο που ξυπνά από την ύπνωση τον Φίλιππα, που έχει ήδη περάσει το δάχτυλό του στην «περόνη» της μπύρας, απορροφημένος, αταλάντευτος, παρακολουθεί τα δρώμενα του κλόουν. Σε λίγο ενστικτωδώς τραβά την ντενεκεδένια «περόνη». Ένα επιτόπιο σιντριβάνι με σπαρταριστές εκσφεδονίσεις αφρού σκορπά τον πανικό. Κόκκινη μύτη, φυσαρμόνικα, και λοιπά εξαρτήματα του κλόουν πλέουν σε πελάγη …αφρού! Ενώ ο Φίλιππας πάνω στα νερά περπατά χαμογελαστός. Ένας άλλος μικρός Μωυσής..!
Τώρα πια το τηλεγράφημα με την βραχνή φωνή γίνεται ένα με τον αφρό και τα κύματα της πλημμυρίδας!
…κυρ… σαμ…