
Η ώρα απαγκιάζει στην φωλιά των λεπτοδεικτών ήδη έχει φουλάρει από δευτερόλεπτα και οδεύει προς ένα ακόμη από-γιομα. Παραλία! Λιγοστοί έως ελάχιστοι θαμώνες, μετ’ εμποδίων γράφονται τούτες εδώ οι αράδες. Ίσως να φταίει ο υπερβάλλων ζήλος του γκαρσονιού σε συνδυασμό με την επιμονή του στο άσχετο ερωτηματολόγιο, το οποίο βέβαια με πετά έξω από την σκέψη που κουβαλά το μυαλό. Με βγάζει από την πορεία όπως συνήθως λέγεται στην γλώσσα των μηχανόβιων. Ευτυχώς ανώδυνο «τρακάρισμα».
Όμως επανέρχομαι και το ημερολόγιο μού τσιγκλά την μνήμη. Ρατσισμός και φασισμός λέξεις ανεπιθύμητες. Ανατρέχω στο μπαουλάκι της ιστορίας και αφουγκράζομαι την μυρωδιά που αναδύεται από συμπεριφορές και πράξεις που κάθε άλλο τιμούν το ανθρώπινο είδος. Αγαθονήσι! Ξανά στο ίδιο έργο θεατές, τα κύματα της θάλασσας ξεβράζουν ανθρώπινες ψυχές! Το «θήτα» από το Αγαθονήσι σημάδι θανάτου.
Τρέχω. Μεθώ απ το άρωμα και την ορμή των λέξεων που περιγράφουν τέτοιου είδους καταστάσεις. Πέφτω, βουλιάζω στον βυθό τους . Σηκώνομαι, πιάνομαι απ τον ψίθυρο όπως αυτός γλιστρά από την λιγοσύνη της χαραμάδας, σπαρακτικός θρήνος τα λόγια Σύριου πρόσφυγα μόλις φθάνει στα Ελληνικά παράλια:
«…Θάλασσα δώσε μας αγάπη , μη στέλνεις τα κύματά σου εναντίον μας.
Είμαστε Σύριοι στ’ ορκίζομαι η ιστορία μας είναι λυπητερή.
Αφήστε μας να έχουμε ειρήνη, μόνο αυτό θέλουμε.
Κοίτα τι μας συνέβη.
Υπάρχουν παιδιά στις βάρκες που είναι οι αναμνήσεις μας οι ζωές μας…»
Μα πριν καλά καλά εξατμισθεί και η τελευταία απόχρωση του σπαρακτικού θρήνου, ένας κουρνιαχτός από θορύβους περιστοιχίζει τα πέριξ.
Η προσπάθεια τακτοποίησης καρεκλοκαθισμάτων σε πειθαρχημένη σειρά δεν μπορούσε να μην με αφήσει αδιάφορο. Έτσι να ‘μαι πάλι έξω από την ρότα του μυαλού. Κλείνω το σημειωματάρι, ανασηκώνομαι λίγο για να ξεμπλοκάρω το κασκόλ από το κάθισμα, επανέρχομαι στην θέση μου και αντιλαμβάνομαι πάνω στο τραπέζι ότι υπάρχει ένα σημείωμα. Φαίνεται πως θα είχε ξεφύγει από τις σελίδες του ημερολόγιου. Το περισυλλέγω μ’ ευλάβεια αφού το περιεχόμενό του προήλθε από τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τα νερά του Αιγαίου. Τότε το Φαρμακονήσι..! Τώρα εκ νέου το Αγαθονήσι..! Χωρίς καθυστέρηση ξεκινώ το φρεσκάρισμα της διαδρομής:
…Η βάρκα γέρνει μαζί με την ελπίδα, ανθρώπινες ψυχές γίνονται βορρά των κυμάτων. Αλίμονο! Ο υγρός θάνατος παραμονεύει στον βυθό. Κατάνυξη περισυλλογή! Κλείνω τα μάτια η σκέψη μου αλλάζει πλευρό. Ονειρεύομαι. Αναζητώ στασίδι και …ιώδιο τόσες πληγές πως να επουλωθούν;
Λέω να τρέξω δυο λέξεις στο λευκό χαρτί, έτσι κάτι σαν ξεμούδιασμα του θυμικού. Η οχλαγωγή τους κυματάκι απλώνει θεριεύει και γεννά φράσεις όπως:
Φαρμακονήσι!
Φουσκωτό!
Φυγή!
Φαγητό!
Φωτιά!
Φαρμακείο!
Φονεύω!
Φόβος!
Φιλία!
Φως!
Φτάνει πιά!!!
Είπα να τρέξω δυο λέξεις στο λευκό χαρτί μα μ’ έβγαλε το κύμα στο σύνδρομο του «Φ»!
…κυρ…σαμ…