Την 1η Φεβρουαρίου του 1862 ο στρατός του βασιλιά Όθωνα ήρθε αντιμέτωπος με τη νεολαία του Αναπλιού που ζητούσε να εκδημοκρατιστεί το καθεστώς του ξενόφερτου ηγεμόνα.
Το Ναύπλιο ήταν στις αρχές του 1862 μια πόλη με 10 χιλιάδες κατοίκους, τη στιγμή που η πρωτεύουσα Αθήνα είχε 30 χιλιάδες κόσμο.
Τη νύχτα της 31ης του Γενάρη προς 1η του Φλεβάρη του 1862 εκδηλώθηκε στο Ναύπλιο εξέγερση λαού και στρατού, κατά του μοναρχικού καθεστώτος του Οθωνα, κι αυτό όχι τυχαία.
«Το Ναύπλιο -σύμφωνα με τον Κορδάτο- ήταν το σπουδαιότερο επαναστατικό κέντρο των αντιβασιλικών» εκείνης της εποχής. Ήταν μια ζωντανή πόλη, που επηρεαζόταν άμεσα από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στη χώρα και που τη χαρακτήριζαν οι έντονες πολιτικές ζυμώσεις, γεγονός καθόλου περίεργο αφού υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας μετά την επανάσταση.
Επιπλέον, είχε γίνει το κέντρο υποδοχής όσων βρίσκονταν υπό δυσμένεια από το μοναρχικό καθεστώς. «Τους πιότερους, δηλαδή ανεπιθύμητους ή καταδικασμένους για πολιτικούς λόγους αξιωματικούς -γράφει ο Δ. Φωτιάδης- τους στέλνανε είτε εξόριστους στο Ανάπλι, “υπό αστυνομικήν επιτήρησιν”, είτε να φυλακιστούν σ’ ένα από τα δύο περίφημα κάστρα του, το Παλαμήδι ή την Ακροναυπλία».
Δεν είναι επομένως καθόλου ανεξήγητο που επικεφαλής της εξέγερσης υπήρξαν εξόριστοι και – μυημένοι απ’ αυτούς – στρατιωτικοί καθώς και μια ομάδα πολιτικών ανάμεσα στους οποίους διακρίνονταν ο δήμαρχος Π. Ζαφειρόπουλος, ο εφέτης Γ. Πετιμεζάς, ο πρωτοδίκης Π. Μαυρομιχάλης, ο πρόξενος του Βελγίου, κάποιοι δικηγόροι και, φυσικά, η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου -η Ελληνίδα μαντάμ Ρολάν, σύμφωνα με τον Δ. Φωτιάδη. Μια πολύ μορφωμένη γυναίκα, σύζυγος του μακαρίτη τότε γερουσιαστή και δημάρχου του Ναυπλίου Σπ. Παπαλεξόπουλου, το σπίτι της οποίας (εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο της Εθνικής Τράπεζας στην πλατεία Συντάγματος) είχε μεταβληθεί σε κέντρο της επαναστατικής προετοιμασίας.
«Η γυνή αυτή -γράφει ο Επ. Κυριακίδης- …πεντήκοντα ετών, αλλ’ ακμαία έτι διασώζουσα τα ίχνη παρωχημένης καλλονής, συνενούσα την γυναικείαν γλυκύτητα προς την ανδρικήν ευτολμίαν, ήτο υπέροχος των συνήθων γυναικών, εύγλωττος, πεπαιδευμένη, ιεροφάντις των στασιαστικών ιδεών, κατέστησε τον οίκον αυτής το κέντρον της συνωμοσίας».
Συγκρούσεις στρατού και αντικαθεστωτικών
Οι επαναστάτες, χωρίς δυσκολία, κατέλαβαν πολύ γρήγορα όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης και τις δημόσιες υπηρεσίες. Ιδιαίτερη αντίσταση δεν συνάντησαν, πράγμα φυσικό αφού «οι αντιδραστικοί ήταν λίγοι, πολύ λίγοι, και ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους». Πρώτη ενέργεια των επαναστατών ήταν να απελευθερώσουν τους πολιτικούς κρατούμενους. Στη συνέχεια – και αφού είχαν επιβληθεί – σχημάτισαν πολιτοφυλακή από 400 Ναυπλιώτες και προχώρησαν σε καταμερισμό αρμοδιοτήτων.
Η Κυβέρνηση Αθ. Μιαούλη ενήργησε δραστήρια και συγκέντρωσε μέσα σε τρεις μέρες στρατό από επτά χιλιάδες άντρες στην Κόρινθο. Αρχηγός μπήκε ο υποστράτηγος Χαν, Ελβετός υπασπιστής του Όθωνα. Ο Όθωνας πήγε στην Κόρινθο και ζήτησε ο ίδιος από το βασιλικό στράτευμα να καταπνίξει την επανάσταση.
Πέντε ημέρες διήρκεσαν οι αψιμαχίες στρατού και επαναστατών στα Δερβενάκια και την πεδιάδα της Αργολίδας. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και βρέθηκαν αποκλεισμένοι στο Ναύπλιο.
Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε φονική μάχη κατά την οποία σκοτώθηκαν και από τα δύο μέρη τρεις αξιωματικοί και 27 άνδρες. Άλλα 150 άτομα τραυματίστηκαν. Την 1η Μαρτίου έγινε γενική έφοδος του στρατού και οι επαναστάτες περιορίστηκαν μέσα στα τείχη του Ναυπλίου. Ο Χαν άρχισε τους κανονιοβολισμούς αλλά η Κυβέρνηση επιθυμούσε να σταματήσει η αιματοχυσία και έδωσε αμνηστία σε όλους εκτός από 15 άτομα οι οποίοι με ένα γαλλικό και ένα αγγλικό πλοίο απομακρύνθηκαν από το Ναύπλιο. Οι επαναστάτες κατέθεσαν τα όπλα στις 7 Απριλίου. Ο βασιλικός στρατός μπήκε και κατέλαβε την πόλη και τα φρούρια.
Η εξέγερση του Ναυπλίου δεν κατάφερε να ανατρέψει τον Οθωνα παρόλο που – έστω και χωρίς την ίδια δυναμικότητα – επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες. Αποτέλεσε όμως το σύνθημα για την ανατροπή του, την αρχή του τέλους της εξουσίας του. Η 8η του Απρίλη 1862, Κυριακή του Πάσχα, ήταν η τελευταία μέρα της αντίστασης των Ναυπλιωτών. Είχαν προηγηθεί διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα το οθωνικό καθεστώς να δώσει αμνηστία στους εξεγερμένους, πλην των αρχηγών, που μαζί με άλλους, γύρω στους 200 με 300, φύγανε με αγγλικά καράβια για τη Σμύρνη.
Τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης
Χωρίς αμφιβολία η εξέγερση του Ναυπλίου υπήρξε προϊόν βαθύτερων κοινωνικοπολιτικών αιτιών απ’ αυτές που μπορούν να διαγνωστούν στις διακηρύξεις των επαναστατών.
Η ελέω Θεού μοναρχία του Οθωνα κάθε άλλο παρά αρεστή ήταν στον ελληνικό λαό. Ενας αλλοεθνής βασιλιάς, που είχε επιβληθεί στη χώρα με το έτσι θέλω από τις μεγάλες δυνάμεις, δεν μπορούσε παρά να προκαλεί την απέχθεια και το μίσος ενός λαού που τόσο αίμα είχε χύσει αγωνιζόμενος για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία του.
Αλλά και η πολιτική που ο Οθωνας ακολούθησε κάθε άλλο παρά άμβλυνε τις λαϊκές διαθέσεις απέναντί του. Είναι χαρακτηριστικό πως η αγροτιά, που αποτελούσε τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού (περίπου 60%), ζούσε μέσα στην αθλιότητα. Το 80% των αγροτών δεν είχε καμία ιδιοκτησία και οι υπόλοιποι διέθεταν μικρούς κλήρους (από μισό έως ένα εκτάριο στις ορεινές περιοχές και από 5 έως 20 εκτάρια στις πεδινές).
Το ζήτημα της διανομής των εθνικών γαιών παρέμενε πρόβλημα από την εποχή του Καποδίστρια. Μάλιστα, επί Οθωνα, μέχρι το 1856, παραχωρήθηκαν 28.000 εκτάρια από τα 721.000 που ήταν η ολική επιφάνεια των εθνικών γαιών, αλλά κι αυτές οι παραχωρήσεις πέρασαν στα χέρια των ισχυρών, χωρίς να υπάρξει το παραμικρό όφελος για τη φτωχή αγροτιά που λιμοκτονούσε.
Δυσαρεστημένοι, όμως, ήταν και οι τεχνίτες και έμποροι λόγω της βαριάς φορολογίας και της απουσίας πολιτικής, που θα μπορούσε να βοηθήσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους.