Κάθε Κυβέρνηση, μόλις αναλάβει τα καθήκοντά της, καλείται να εφαρμόσει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα. Για την εφαρμογή του, άμεσα προβαίνει στον σχεδιασμό και την υλοποίηση σχετικών δημόσιων πολιτικών. Σε πλείστες περιπτώσεις, βέβαια, το πρόγραμμα που εφαρμόζει, διαφέρει σημαντικά από εκείνο που είχε παρουσιάσει προεκλογικά. Επιπροσθέτως, οι δημόσιες πολιτικές που ασκούνται από ένα κυβερνητικό σύνολο δεν έχουν σχεδιαστεί αποκλειστικά από το ίδιο, αφού στη σύγχρονη διακυβέρνηση όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά και επιτάσσεται η συμμετοχή έτερων φορέων κατά τη λήψη δημόσιων αποφάσεων, όπως στελεχών υπερεθνικών θεσμών, εκπροσώπων αυτοδιοικητικών οργανισμών, φορέων της ιδιωτικής οικονομίας και αντιπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Μόλα ταύτα πάντως, η κοινοβουλευτική και πολιτική ευθύνη για τις εφαρμοζόμενες δημόσιες πολιτικές επιμερίζεται αποκλειστικά στην εκάστοτε Κυβέρνηση.
Στις ευθύνες που διακρίνουν το κυβερνητικό έργο οφείλεται συνήθως το φαινόμενο της «μεταρρυθμιστικής κόπωσης» (“reform fatigue”), που εντοπίζεται κατά τη διάρκεια της θητείας ενός κυβερνητικού σχήματος. Τη μεταρρυθμιστική κόπωση χαρακτηρίζουν είτε η αναβολή -ή αναστολή- της εφαρμογής των δημόσιων πολιτικών που έχουν ήδη σχεδιαστεί και συμφωνηθεί με τους έτερους φορείς λήψης τους, είτε ακόμη και η ανάληψη παντελώς αντίθετων πρωτοβουλιών. Κοινή συνισταμένη της εκδήλωσής τους πάντως, συνηθίζει να αποτελεί ο συνδυασμός της πτώσης της δημοφιλίας μιας Κυβέρνησης με την είσοδό της στον «εκλογικό κύκλο», το διάστημα ορισμένων μηνών, δηλαδή, που μεσολαβεί μέχρι τη διεξαγωγή νέων εθνικών εκλογών. Μάλιστα, το πιο πρόσφατο παράδειγμα “κουρασμένης” Κυβέρνησης στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι αποτελεί ο κυβερνητικός συνασπισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, με την «κόπωσή» του να εκδηλώνεται αμέσως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014 έως και τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015.
Όπως αποκάλυψε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο τέως Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, η τότε ελληνική κυβερνητική ηγεσία αδυνατούσε να φέρει εις πέρας τις εναπομείνασες για το κλείσιμο της πέμπτης αξιολόγησης μεταρρυθμίσεις. Πέραν των κινήσεων πανικού στις οποίες είχε προβεί μετεκλογικά, όπως ήταν η άμεση απομάκρυνση του ανεξάρτητου Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων, αλλά και ο ανασχηματισμός της κυβερνητικής σύνθεσης εκείνου του καλοκαιριού, που είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση επιτυχημένων υπουργών από εκπροσώπους της “λαϊκοδεξιάς” συνιστώσας του βασικού κυβερνητικού εταίρου, ζητήθηκε από τους πιστωτές της χώρας ένα «μεταρρυθμιστικό διάλειμμα». Ως πρόφαση, μάλιστα, για το εν λόγω διάλειμμα αξιοποιήθηκε η δημοσκοπική προέλαση του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως ήταν αναμενόμενο πάντως, το εν λόγω αίτημα ασφαλώς και δεν έγινε αποδεκτό, με συνέπεια η αξιολόγηση του συμφωνηθέντος προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής να παραμείνει ανοικτή έως και την αναγκαστική συνυπογραφή νέας δανειοδοτικής συμφωνίας από τη σημερινή συγκυβέρνηση στα τέλη του τραγικού καλοκαιριού του 2015.
Ως εκ τούτου, η μεταρρυθμιστική κόπωση και η εκτροπή της τότε κυβερνητικής ατζέντας προς άλλες, αμιγώς ψηφοθηρικές, κατευθύνσεις αποτέλεσαν τους καθοριστικούς λόγους της μη ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του φθινοπώρου του 2014. Όσο και εάν ανερυθρίαστα καταβάλλεται από το τότε πρωθυπουργικό περιβάλλον η προσπάθεια απόδοσης των αποκλειστικών ευθυνών στο σημερινό βασικό κυβερνητικό εταίρο και στην ειλημμένη απόφασή του περί της μη εκλογής νέου Πρόεδρου της Δημοκρατίας στα τέλη του 2014 για την ταχύτερη ανάληψη της πολιτικής εξουσίας, το βάρος τους κατατρέχει την τότε κυβερνητική ηγεσία. Πέραν του πρώην Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, άλλωστε, τη μεταρρυθμιστική στασιμότητα είχε εντοπίσει και προβάλει από τότε σε δημόσιες τοποθετήσεις του ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κοντολογίς, η συνήθης μεταρρυθμιστική κόπωση που εμφανίζεται διαχρονικά στις ελληνικές Κυβερνήσεις αποτελεί μείζων ανασταλτικό παράγοντα εφαρμογής συμφωνημένων δημόσιων πολιτικών. Ο φόβος του πολιτικού κόστους, ο οποίος ενθαρρύνει την εκδήλωσή της, συνδυασμένος με την ευθυνοφοβία, φρενάρουν αναγκαίες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στα πεδία της εθνικής οικονομίας, της διοίκησης, της παιδείας. Για το λόγο αυτό, ας ελπίσουμε ότι αυτού του είδους η κούραση δεν θα εμφανιστεί προεκλογικά ούτε στην παρούσα, ούτε σε κάθε άλλη μελλοντική ελληνική Κυβέρνηση. Δεν λένε, άλλωστε, ότι η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία;
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός:
Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).