Ας μεταφερθούμε λίγο πίσω στο χρόνο, στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, όταν η Χώρα βρισκόταν υπό την «επίδραση» του ιταλικού μελοδράματος.
Το ελληνικό θέατρο ελάχιστα υποστηριζόταν από την πολιτεία, αφού οι κυβερνήσεις του Όθωνα επιδοτούσαν επί μακρόν το ιταλικό μελόδραμα. Στα πόδια των Ιταλίδων αοιδών κατατίθεντο όχι μόνον οι καρδιές, αλλά και οι περιουσίες των Ελλήνων, που δεν ήταν τότε και πολύ μεγάλες.
Οι μουσικές παραστάσεις στην Αθήνα, δίνονταν στο θέατρο, που είχε ανοίξει ένας Ιταλός ονόματι Σανσόνι ή Σαντόνι, στην σημερινή οδό Μενάνδρου, το οποίο αγόρασε αργότερα ο Μπούκουρας, πλοιοκτήτης, φιλικός και ναυμάχος του 1821.
Τους πρώτους μήνες του 1840, ο θεατρικός επιχειρηματίας, είχε καλέσει έναν ιταλικό θίασο, που ανέβασε την παράσταση «Λουκία του Λαμερμούρου» του Ντονιτσέτι… Συνολικά, δόθηκαν πάνω από εκατό παραστάσεις, αλλά οι Αθηναίοι της εποχής, φαίνεται ότι ξετρελάθηκαν – όχι τόσο με την καλλιτεχνική ποιότητα, όσο με την ομορφιά των πρωταγωνιστριών και ιδιαίτερα τής σοπράνο Rita Borio Basso, που μαζί με την μεσόφωνο Λούλι, ξετρέλαναν κυριολεκτικά τους θεατές. Σε κάθε παράσταση στα πόδια τους έφταναν «πεσκέσια» κάθε λογής – ανθοδέσμες από τους πιο εκλεπτυσμένους, αλλά και φρούτα και αρνιά και κοτόπουλα και ό,τι άλλο τέλος πάντων διέθεταν οι όχι και τόσο εκλεπτυσμένοι παραλήδες τής εποχής. Στις πρώτες θέσεις κάθονταν οι «αριστοκράτες» της εποχής, που πρόσφεραν στην πρωταγωνίστρια τα απαραίτητα λουλούδια αλλά και πανάκριβα κοσμήματα, ενώ στα τελευταία καθίσματα άνθρωποι από τα λαϊκά στρώματα.
Στο «σεισμό» που προκαλούσαν στο ανδρικό κοινό, οι πανέμορφες Ιταλίδες αοιδοί, και κυρίως η πρωταγωνίστρια του θιάσου, αναφέρεται στα Απομνημονεύματά του ο στρατηγός Μακρυγιάννης: «Παλάβωσαν οι γέροντες και οι μαθητές πουλούν τα βιβλία τους και πάνε ν’ ακούσουν τη Ρίτα Μπάσσο. Το γέρο – Λόντο, όπου δεν έχει ούτε ένα δόντι, τον επαλάβωσε η Ρίτα Μπάσσο και τον αφάνισε».
Ο Λόντος ήταν οπλαρχηγός στην Επανάσταση του 1821, ενώ μετά την απελευθέρωση διατέλεσε πολλές φορές υπουργός. Θεατρόφιλος, μαζί με φίλους του, έπιαναν κάθε βράδυ θέσεις στο θέατρο και πλήρωνε ο ίδιος τα εισιτήρια. Ένθερμος θαυμαστής της Ιταλίδας πριμαντόνας ήταν ασυγκράτητος σε δώρα και σε εκδηλώσεις. Σε κάθε παράσταση δεν έπαυε να φωνάζει: «Μπλάβο, Λίτα, Μπλάβο». Ήθελε να πει «μπράβο, Ρίτα», αλλά, επειδή ήταν κουτσοδόντης, δεν μπορούσε να προφέρει το ρο….
Στα τέλη λοιπόν Απριλίου του 1840, έγιναν δύο εσπερινές παραστάσεις, για να τιμηθούν η Ρ. Μπάσσο και η Λούλι. Οι θεατές θα πρόσφεραν στις καλλιτέχνιδες ό,τι ευαρεστούνταν (χρυσά νομίσματα, κοσμήματα κ. ά.). Ένα μέρος από τις εισπράξεις θα κρατούσαν οι συντελεστές της παράστασης και το υπόλοιπο ποσό θα διατίθετο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Το τι συνέβη σε μια από τις παραστάσεις αυτές , περιγράφεται στον «Τοξότη»,περιοδικό,το οποίο εξέδιδε την προαναφερθείσα χρονιά ο ποιητής, αντιοθωνικός και μετέπειτα καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεόδωρος Ορφανίδης:«Κατ’ αυτήν έγινεν έλλειψις χρυσών νομισμάτων εις Αθήνας. Μίαν δραχμήν περιπλέον της αξίας των εζήτουν οι αργυραμοιβοί διά κάθε νόμισμα. Θέλετε να μάθετε την αιτίαν της τοιαύτης ελλείψεως; Ιδού: η κυρία Ρίτα Μπάσσο, πρωταγωνίστρια εις το ενταύθα ιταλικόν θέατρον, έδωκε την ευεργετικήν της εσπέραν. Έτρεχον, λοιπόν, συνάζοντες (= συγκεντρώνοντας) το χρυσίον με προθυμίαν, διά να το αναθέσωσιν εις τον βωμόν της μαγευτικής σειρήνος. Διά την σειρήνα αυτήν πολλοί «άκριτοι» (= άμυαλοι) νέοι επούλησαν τα βιβλία των, «υπαλληλίσκοι» εδανείσθησαν με τόκον 30% εκ του μηνιαίου μισθού των και αστείοι τινές διηγούνται ότι εδόθησαν και ομολογίαι».
Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια της παράστασης ένας κτηματίας θεατής, δεν άντεξε και αναφώνησε «Ζήτω η Ιταλίδα… για σένα κυρά μου, ας πάει και το παλιάμπελο…», το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι πριν από το τελευταίο αυτό παλιάμπελο, πολλά ακόμη κτήματα είχαν φαγωθεί για τα όμορφα μάτια τής πριμαντόνας.
Η παροιμιώδης λοιπόν,αυτή φράση που εκφράζει την απόφαση ενός ανθρώπου διατεθειμένου να υποστεί κάθε υλική «θυσία», προκειμένου να πετύχει εκείνο που επιθυμεί, ακούστηκε για πρώτη φορά το 1840 και ήρθε και έμεινε.
Ο Γάλλος περιηγητής Μπυσόν, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα και παρευρισκόταν στο θέατρο, έγραψε ότι κατά την τιμητική εσπερινή παράσταση τα εξαπολυόμενα περιστέρια φτερούγιζαν πάνω από τα κεφάλια ηθοποιών και θεατών και ότι μαζί με χρήματα και δώρα προσφέρθηκαν στην καλλιτέχνιδα και πολλά ποιήματα. Οι εισπράξεις ανήλθαν σε 30.500 δραχμές, ενώ για την ενίσχυση του νοσοκομείου και του πτωχοκομείου δεν δόθηκε ούτε μια δραχμή.
Ακόμη, λόγω της παρουσίας στην Αθήνα της ιταλίδας αοιδού λίγο έλειψε να γίνει «ελληνοαγγλικό διπλωματικό επεισόδιο». Θαυμαστές της ήταν ο Άγγλος πρεσβευτής Λάιονς και ο δήμαρχος Αθηναίων Καλλιφρονάς. Κάποτε ο πρέσβης παρέθεσε γεύμα προς τιμή της Ρίτας Μπάσσο, στο οποίο παρακάθισαν πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες της χώρας, αλλά δεν κάλεσε το δήμαρχο. Ο Καλλιφρονάς άφησε σβηστά τα φανάρια που φώτιζαν την πρόσοψη και την περιοχή της αγγλικής πρεσβείας, της έκοψε το νερό και έδωσε εντολή στην υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου να μην κάνει την αποκομιδή των απορριμμάτων που βρίσκονταν συγκεντρωμένα μπροστά από το κτίριο της πρεσβείας. Ο Λάιονς έστειλε το γραμματέα του να παραπονεθεί για την κατάσταση αυτή. Τότε ο δήμαρχος τού απάντησε: «Περίεργο, ξέρει ο εξοχότατος ότι υπάρχει δήμαρχος στην Αθήνα;». Ο Άγγλος πρεσβευτής κατανόησε την ειρωνική απορία του Καλλιφρονά και τον κάλεσε στην πρεσβεία, όταν ξανατραγούδησε εκεί η Ρίτα Μπάσσο.
ΠΗΓΕΣ
-Τάκης Νατσούλης: Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, εκδόσεις Σμυρνιωτάκη
wi-fi-votaniki.net/el/taxonomy/term
chronontoulapo.wordpress
posna.net
Επιμέλεια κειμένου
Μαρία Βασιλείου, Βιολόγος- Ωκεανογράφος