
Δεν στέκονται περήφανα
πάνω στο δέντρο.
Πεσμένα στο χώμα,
μισοσαπισμένα,
πορτοκαλιές πινελιές
είναι για λύπηση.
Δεν χρησίμευσαν σαν πυρομαχικά
σε παιδικούς πετροπολέμους
ούτε φλούδες νόστιμες
για γλυκό ή μαρμελάδα.
Άχρηστα, ζουληγμένα
είναι για τα σκουπίδια.
Μόνο σε μένα μοιάζουν
δυνατά χρώματα στον πίνακα του εδάφους
του αγαπημένου δρόμου όπου μεγάλωσα.
Κάτω απ’ το πέτρινο σπίτι
των γειτόνων, του φίλου μου του Μιχάλη.
Μέχρι που βγαίνει η νοικοκυρά
και τα μαζεύει με σκούπα και φαράσι
καθαρίζοντας το πεζοδρόμιο.
Τα νεράντζια του δρόμου πετάχτηκαν στα σκουπίδια
κι οι πικροί καρποί τους
θυμίζουν τα χρόνια που πέρασαν
και δε γυρνάνε.
Χρόνια πικρά, χρόνια γλυκά
παρελθόντα χρόνια.
Σαν τα πεσμένα νεράντζια
που κάποιος νοικοκύρης
σκούπισε και μάζεψε.