Πίνακας που αναπαριστά τη σφαγή στο Άργος
Το παρακάτω κείμενο του Βαγγέλη Γεωργίου αναφέρεται στη σφαγή εκατοντάδων άμαχων Αργειτών από Γάλλους στρατιώτες στις 4 Ιανουαρίου 1833. Το δημοσιεύουμε ως επετειακό κείμενο αλλά και σε ανάμνηση του κυπαρισσιού της πλατείας που κόπηκε το πρωί της 3ης Ιανουαρίου 2017. Σύμφωνα με μια παράδοση, πολλοί από τους νεκρούς Αργείτες θάφτηκαν σε αυτό το σημείο της πλατείας και οι διασωθέντες φύτεψαν κυπαρίσσια στη μνήμη τους. Ένα από αυτά ήταν και το πρόσφατα κομμένο…
του Βαγγέλη Γεωργίου (www.flust.gr)
Το 1833, έχοντας περάσει λίγοι μήνες από την δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια το έθνος ήταν σε αναμονή του δεύτερου «λαμπρού» κυβερνήτη, του Όθωνα. Τα τσιράκια των ξένων έπρεπε να κάνουν καλά τη δουλειά τους. Δεν έπρεπε κανένας γκιαούρης να σηκώσει το βρωμοκέφαλό του στο παλικαράκι που έρχεται να κυβερνήσει.
Ο Ιωάννης Κωλέττης ήταν υποδειγματικός στη βρωμιά και την δολοπλοκία. Αυτός ο φουστανελοφόρος χλαπάτσας έπρεπε να προστατεύσει τις φιλοδοξίες του και την πάρτη του με όποιο κόστος ακόμα και αν έγλειφε ή πρόδιδε συμπατριώτες του. Φρόντισε λοιπόν ο κερατάς να σταλούν Γάλλοι στρατιώτες στην Πελοποννησιακή ύπαιθρο για να επιβάλουν την τάξη, «κανένας κλεφταράς ή καπετάνιος να μην αντισταθεί στις γαλλικές μπαγιονέτες». Οι Γάλλοι είχανε έρθει πριν 5 χρόνια για να διώξουν – και καλά – τον Ιμπραήμ αλλά κάνανε αρμένικη βίζιτα και στρογγυλοκάθισαν για τα καλά.
Εν τέλει κίνησαν από την Κορώνη γύρω στους 800 Γάλλοι στρατιώτες – χωρίς βέβαια να τραγουδούν τη Μασσαλιώτιδα – έχοντας διοικητή έναν στόκο συνταγματάρχη, τον Στοφέλ, για να πιάσουν το Άργος το οποίο ο Καποδίστριας είχε αρχίσει να το αναπτύσσει πριν τον καρυδώσουν.
Όταν λοιπόν έφτασαν στο Άργος ο συνταγματάρχης ζήτησε να μείνει στο καλύτερο σπίτι της πόλης, το περίφημο Καλλέργειο, που ήταν οικεία του Έλληνα στρατιωτικού, Δημήτρη Καλλέργη, που όμως έλειπε. Όταν η σωματοφυλακή του σπιτιού αρνήθηκε στον Στοφέλ να μείνει στο σπίτι, αυτός δεν κώλωσε, συνέλαβε τον αρχηγό της φρουράς και τον εκτέλεσε χαλαρά. Η γυναίκα του Καλλέργη αφού συνήλθε από το σοκ την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια σε γειτονικό αρχοντικό γιατί τούτος ο σκατόγαλλος πρέπει να χε νονό τον Ροβεσπιέρο!
Δεν ξεκίνησε καλά η γαλλική διαμονή. Στα γύρω χωριά άρχισαν να συγκεντρώνονται ελληνικά στρατεύματα ενώ και οι Αργείοι ήταν εξαγριωμένοι. Το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου Γάλλοι εξοδούχοι και Έλληνες στρατιώτες είχαν βγει να τα τσούξουν όχι παρέα φυσικά. Ρακάδικα, καπηλειά, καφενεία και ποτοπωλεία της πόλης είχαν γεμίσει από ένστολους με το κουμπούρι παραμάσχαλα.
Σε ένα από τα καπηλειά κάποιος Έλληνας κάνει προς την μεριά ενός Γάλλου φαντάρου απειλητικά. Ο Γάλλος του πετάει ένα πορτοκάλι φωνάζοντας «Μπαρούφο! (μτφ. μπούρδα ή καυγάς)». «Ναι Μπαρούφο» του απαντάει ειρωνικά ο έξυπνος ο δικός μας και του δίνει ένα μπατζίδι σαν εκείνες τις ξανάστροφες που έδινε ο Κωνσταντάρας στον Τζανετάκο. Στο καπάκι βγαίνουν οι κουμπούρες και οι Γάλλοι τρέχουν προς τον στρατώνα (που τον είχε φτιάξει ο Καποδίστριας). Εκεί παίχτηκε μπινιά όμως.
Ο Συνταγματάρχης δίνει διαταγή στο τάγμα να ξεχυθεί στην πόλη και να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά. Τη μαλακία κάποιων ψευτόμαγκων θα την πλήρωνε όλο το Άργος τώρα. Τύμπανα και σάλπιγγες άρχισαν να βαράνε. 5 γαλλικοί λόχοι παίρνανε θέσεις μάχης σε δρόμους, μονοπάτια, εκκλησίες, καφενεία, παντού. Εμπρός, μαρς!
Τα γαλάκια ό,τι έβλεπαν το τρυπούσαν με μπαγιονέτες 40 εκατοστών. Περαστικοί του δρόμου γίνονταν κόσκινο από τις λόγχες, οι πόρτες από τα φτωχά σπιτάκια ισοπεδώνονταν για να μπουκάρουν μέσα τα φαντάρια. Ότι έβλεπαν μέσα το «σουβλάκωναν» και αν ήταν ανθρώπινο κορμί ακόμα καλύτερα. Γεροντάκια, μητέρες, σύζυγοι, παιδάκια κάθε ηλικίας – δεν τους πειράζει – ακόμα και πολλά σκυλιά σκούζανε από τους λογχισμούς των Γάλλων. Οι διαταγές του συνταγματάρχη δεν είχαν περιορισμούς και εξαιρέσεις.
Μόνο σε ένα σπίτι οι Έλληνες μπόρεσαν να οχυρωθούν και να αντισταθούν ώσπου και αυτοί λύγισαν και γίνανε μακαρίτες. 800 Γάλλους πάνοπλους και με κανόνια δεν μπορούσαν να τους κάνουν καλά οι δικοί μας. Οι τελευταίοι γίνανε Λούης! Επί τέσσερις ώρες το Άργος ζούσε στιγμές πολέμου που ούτε οι Τούρκοι λίγα χρόνια πριν δεν προκάλεσαν.
Ο δεσπότης Άνθιμος ήταν σοκαρισμένος. Παίρνει μαζί του έναν διάκο και με μια άσπρη σημαία δεμένη σε μια ανάποδη πατερίτσα πηγαίνει γρήγορα στον στρατώνα να εκλιπαρήσει τον βλαμμένο γάλλο διοικητή. Τελικά αυτός πείστηκε και διέταξε τις σάλπιγγες να παύσουν τη μάχη αφήνοντας πίσω τους τα ρεμάλια του, 300 περίπου σφαγμένους Αργείους. Ανάμεσα στους σκοτωμένους, ήταν και ο πρωτοπόρος ηθοποιός Θόδωρος Αλκαίος, ο δημιουργός της πρώτης ζωντανής θεατρικής παράδοσης στην Ελλάδα. Το πόσοι μακελεύτηκαν αλλά επέζησαν είναι άλλη ιστορία.
Στις εκκλησίες του Αη Νικόλα – εκεί που σήμερα στέκεται ο Άγιος Πέτρος στην κεντρική Πλατεία – και στον Αη Γιάννη έτρεχαν όσοι διασώθηκαν να βρουν ανάμεσα στα στοιβαγμένα πτώματα συγγενείς και φίλους. Οι Γάλλοι δεν επέτρεψαν ούτε καν κηδείες να πραγματοποιηθούν, παρά μόνο πέταξαν τα κουφάρια σε λάκκους για ταφή.
Μετά τα γεγονότα ο Έλληνας υπουργός Στρατιωτικών, Ξ. Ζωγράφος, άφησε τους Αργείους κυριολεκτικά μαλάκες: “Ολίγοι απονενοημένοι στασιασταί και κακούργοι επεβουλεύθησαν την τοποθέτησιν των Γάλλων εις Άργος (…) Ελήφθησαν ήδη όλα όσα η περίστασις επιτρέπει μέσα δια να καταδιωχθώσι και τιμωριθώσιν οι άθλιοι αυτοί κακούργοι”. Ζωγράφισε πάλι ο υπουργός, το χει το όνομα μάλλον. Ύστερα από λίγο το κεφάλι του Κολοκοτρώνη επικηρύχτηκε για 5.000 φράγκα καθότι θεωρήθηκε εχθρός του καθεστώτος κτλ κτλ.
Ο Στοφέλ έκανε απλά την δουλειά του και οι έλληνες πολιτικοί τη δική τους. Όλα καλά λοιπόν… Είπαμε όμως, η ιστορία όταν βαριέται να προχωρήσει ευθεία κάνει κύκλους: τα κατάλληλα μέτρα πρέπει να παίρνονται ακόμα και αν απαιτούνται θυσίες.