Φωτογραφία του Κώστα Καραχάλιου από την είσοδο του ΕΛΑΣ στο Ναύπλιο στις 6 Οκτώβρη 1944

1944. Οι Γερμανοί είχαν φύγει πλέον από το Ναύπλιο και είχαν μπει οι Ελασίτες. Εγώ φορούσα ένα ζευγάρι ιταλικές μπότες σχεδόν καινούργιες, τριζάτες και γυαλιστερές. Τις είχα πληρώσει δέκα οκάδες λάδι. Κάτω στο λιμάνι με σταματάει ένας Ελασίτης και μου λέει να βγάλω τις μπότες μου. Του λέω: «Τις μπότες δεν τις βγάζω, είναι δικές μου, τις έχω πληρώσει, δεν τις έκλεψα». Αυτός να επιμένει. Τελικά με παίρνει μαζί του μέχρι το παλιό βενετσιάνικο κτίριο δίπλα στον Άι-Γιώργη, που ήταν Χωροφυλακή. Με ανεβάζουν πάνω κι εκεί εμφανίστηκε άλλος ένας, ο οποίος κι αυτός ήθελε τις μπότες μου.
Τους λέω: «Οι μπότες αυτές μου έχουν κοστίσει δέκα οκάδες λάδι. Μπορείτε να μου κόψετε τα πόδια, αλλά τις μπότες δεν τις βγάζω».

Εκείνη την εποχή, προσωρινός Δήμαρχος Ναυπλίου ήταν ο θείος μου ο κυρ-Μιχαλάκης Λάμπρου. Ήταν μεγαλέμπορος και δημοκράτης. Τον μεγαλύτερο γιο του, τον Νίκο, που ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα που έβγαζε, τον είχαν κρεμάσει οι Γερμανοί. Έτσι, όταν μπήκαν οι αντάρτες είχε οριστεί προσωρινός Δήμαρχος γιατί ο προηγούμενος είχε πεθάνει στην Κατοχή. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη επιρροή στην πόλη μας. Φαίνεται ότι βρισκόταν εκεί για άλλη υπόθεση και φυσικά πήρε το μέρος μου. Εγώ στο μεταξύ του είπα το παράπονό μου, «Θείε, θέλουν να μου πάρουν τις μπότες μου, που έχω αγοράσει» και βάζω τα κλάματα.
Ο κυρ-Μιχαλάκης τους λέει: «Το παιδί είναι ανιψιός μου και σίγουρα οι μπότες δεν είναι κλεμμένες. Ξέρω ότι εμπορεύεται κάρβουνο και λάδι και σίγουρα τις πλήρωσε για να τις πάρει».
Του λέει ο βαθμοφόρος: «Κύριε Δήμαρχε, οι μπότες χρειάζονται για τον αγώνα».
Τους απαντάει: «Κι αυτό το παιδί που βλέπετε, αγωνιστής είναι».
Έτσι, χάρη στον κυρ-Μιχαλάκη γλίτωσα τις μπότες μου, που τόσο μου είχαν κοστίσει…
Διαβάστε ακόμη: Χρονικά της Κατοχής – Μαρτυρίες του κυρίου Ανάργυρου Λάμπρου: Όμηρος στην Ακροναυπλία