Ο Πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Δημήτριος Κωστόπουλος, εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Βασιλείου Άργους απέστειλε στην ηλεκτρονική μας εφημερίδα προς ανάρτηση ένα άρθρο σχετικά με τη «Θέση του Χριστιανισμού απέναντι στη Μασονία».
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί Απόσπασμα από το έργο του μακαριστού π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (Δρος Θεολογίας και Φιλοσοφίας, γραμματέως της “Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής Επί των Αιρέσεων” της Εκκλησίας της Ελλάδος) με τίτλο “Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ, Αθήνα 1996, τεύχος 10ον, σελ. 178-184
H ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΜΑΣΟΝΙΑ
Η μασονία κατώρθωσε να περιλάβει στους κόλπους της, ιδιαίτερα κατά τον ΙΘ΄ αιώνα, πρίγκηπες, βασιλείς, αυτοκράτορες, εκπαιδευτικούς ακόμη και κληρικούς. Ας δούμε όμως πιο λεπτομερώς τη στάση του Χριστιανισμού απέναντι σ’ αυτή την κίνηση.
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Η μασονία θεωρήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ως ασυμβίβαστη προς την χριστιανική πίστη. Ό πάπας Κλήμης IB‘ κατά το έτος 1738 αφόρισε την οργάνωση αυτή. Το 1754 ο αφορισμός ανανεώθηκε. Ακολούθησαν διωγμοί και από μέρους της Πολιτείας. Στη Γαλλία ο μασονισμός συνδέθηκε με την άρνηση του Θεού. Από μέρους της μασονίας κατεβλήθη προσπάθεια αποβολής της Εκκλησίας από την δημόσια ζωή. Ο πάπας Leo IG’ με την βούλα του Humanum Genus (1884), χαρακτήρισε τη μασονία ως αντιεκκλησία, που ιδρύθηκε από τη ζηλοφθονία του Διαβόλου, με επίκεντρο την έχθρα εναντίον της Εκκλησίας. Κατά την παπική βούλα οι μασόνοι θέλουν νά καταβιβάσουν το γάμο σε συνήθη συμβόλαιο, να χωρίσουν την Εκκλησία από την Πολιτεία και να απωθήσουν τη χριστιανική διδασκαλία από τη δημόσια ζωή. Ο Codex Juris Canonici, το Κανονικό Δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (1917), προβλέπει για τους μασόνους τον αφορισμό.
Μετά τήν Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, το 1974, η Kogregatio Πίστεως καθόρισε πως οι νόμοι για τους μασόνους ισχύουν στην περίπτωση που κάποιος προέβη πράγματι σε αντιεκκλησιαστική ενέργεια. Όμως η Γερμανική Επισκοπική Σύνοδος καθόρισε το 1986 πως η ταυτόχρονη συμμετοχή στην Καθολική Εκκλησία και στη μασονία αποκλείεται. Ο νέος Codex Juris Canonici (1983) δεν αναφέρεται ονομαστικά στη μασονία, αλλά γενικά στη συμμετοχή σε εταιρείες, που δρουν εναντίον της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία της Ελλάδος
Στο θέμα της μασονίας η Εκκλησία της Ελλάδος έλαβε επίσημη θέση και μάλιστα δύο φορές. Κατ’ αρχήν η Σύνοδος της Ιεραρχίας ασχολήθηκε με το θέμα αυτό κατά την συνεδρία της 7ης Οκτωβρίου 1933 και εξέδωκε ειδική «Πράξη» (Εκκλησία 48/1933, σ. 37-39).
Το κείμενο αυτό κάνει λόγο περί «διεθνούς μυητικού οργανισμού» καί «μυσταγωγικού συστήματος, όπερ υπομιμνήσκει τας παλαιάς εθνικάς μυστηριακάς θρησκείας ή λατρείας, από των οποίων κατάγεται και των οποίων συνέχειαν και αναβίωσιν αποτελεί». Το κείμενο αναφέρεται σε μαρτυρίες μασονικών κειμένων και κατοχυρώνει τη θέση της «εκ των εν ταις μυήσεσιν δρωμένων και τελουμένων».
Για την μύηση του τρίτου βαθμού αναφέρεται πως αποτελεί «δραματικήν αφήγησιν του θανάτου του πάτρωνος της μασονίας Χιράμ και είδος τι μιμητικής επαναλήψεως του θανάτου τούτου. Ούτως η Μασονία αποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, όλως διάφορος, χωρισμένη και ξένη της Χριστιανικής θρησκείας».
Η Μασονία, λέγει στη συνέχεια το κείμενο, έχει θρησκευτικές τελετές, όπως το τεκτονικό βάπτισμα, ο τεκτονικός γάμος, το τεκτονικό μνημόσυνο, τα εγκαίνια του τεκτονικού ναού κ.ά. Έχει μυήσεις, τελετουργικά τυπικά, δική της ιεραρχική τάξη, εορτές ηλιοστασίων, θρησκευτικά συμπόσια και μπορεί να καταταχθεί στο χώρο της θρησκευτικής φυσιολατρείας.
Η Ιερά Σύνοδος κατηγορεί την μασονία για συγκρητισμό, πράγμα που επιβεβαιώνει την καταγωγή της απο τα αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια, τα οποία εδέχοντο στις μυήσεις των κάθε λάτρη, οποιουδήποτε θεού. Με το να ζητεί η μασονία να συμπεριλάβει στους κόλπους της ολόκληρη την ανθρωπότητα, με την υπόσχεση πως θα της προσφέρει «ηθικοποίησιν και τελειοποίησιν και γνώσιν της αληθείας, ανυψοί ανεπαισθήτως εαυτήν εις είδος τι υπερθρησκείας, θεωρούσα πάσας τας θρησκείας, μηδέ της χριστιανικής τοιαύτης εξαιρουμένης ως υποδεεστέρας αυτής. Ύποτρέφει δε ούτω εις τους μύστας αυτής τό φρόνημα, ότι μόνον εν τοις μασονικοίς εργαστηρίοις γίνεται η κατεργασία και λείανσις του αξέστου και ακατεργάστου λίθου».
Οι αξιώσεις της μασονίας περί υπερθρησκείας αποδεικνύονται και από το γεγονός ότι δημιουργεί μια αδελφότητα, την οποία θεωρεί ότι εξυψώνεται πάνω από κάθε άλλη που βρίσκεται έξω, ακόμη κι αν πρόκειται για χριστιανική, ως αδελφότητα που αποτελείται από βέβηλους. Με τη μασονική μύηση ο χριστιανός γίνεται αδελφός του μυημένου οθωμανού ή βουδιστή ή οποιουδήποτε ορ-θολογιστή, ενώ ο χριστιανός που δεν έχει μυηθεί στη μασονία λογίζεται γι’ αυτόν βέβηλος.
Αντίθεση προς τή χριστιανική πίστη συνιστά επίσης και η φυσική ηθική, που υιοθετείται από τη μασονία. Η χριστιανική πίστη περιορίζει τον ανθρώπινο λόγο στα όρια της θείας άποκαλύψεως και οδηγεί στον αγιασμό ώς αποτέλεσμα της χάριτος τοΰ Θεοΰ. Αντίθετα η μασονία στηρίζει το ηθικό της οικοδόμημα «επί μόνων των φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, προς φυσικούς όλως κατα-τείνουσα σκοπούς».
Η «Πράξις» της Ιεραρχίας αναφέρεται στην καταδικαστική στάση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και των Προτεσταντικών Oμολογιών και μνημονεύει την σχετική αναφορά της «Διορθοδόξου Επιτροπής» που συνήλθε στο Άγιον Όρος και χαρακτήρισε τη μασονία «ως σύστημα αντιχριστιανικόν και πεπλανημένον». Κατά την θέση που πήρε ο τότε Αρχιεπίσκοπος της Ελλάδος Χρυσόστομος, και η οποία υπογραμμίζεται στην «Πράξιν», κληρικοί που μετέχουν της μασονίας είναι άξιοι καθαιρέσεως.
Η απόφαση αυτή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος ανανεώθηκε με μία νέα, που ελήφθη κατά την 28ην Νοεμβρίου 1972 και χαρακτηρίσθηκε «αυθεντικό κείμενο αυτής». Γι’ αυτό και η Ιεραρχία «εμμένει απολύτως εις τα εν τη Πράξει οριζόμενα περί Μασονίας. Διακηρύσσει και αύθις ότι η Μασονία είναι αποδεδειγμένως θρησκεία μυστηριακή, προέκτασις των παλαιών ειδωλολατρικών θρησκειών, όλως ξένη και αντίθετος προς την εξ αποκαλύψεως σωτηριώδη αλήθειαν της Αγίας ημών Εκκλησίας. Διαδηλοί κατηγορηματικώς ότι η ιδιότης του Μασόνου υπό οιανδήποτε μορφήν είναι ασυμβίβαστος προς την ιδιότητα του χριστιανού μέλους του Σώματος του Χριστού».
Η νέα αυτή απόφαση μνημονεύει και επαινεί την υπ’ αριθ. 260/1.12.1969 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η μασονία κατεδικάσθη «ως θρησκεία μυστική, μη γνωστή», καθώς και την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου, που δημοσιεύθηκε στη «Φωνή του Κυρίου» (13.5.1970), όπου η μασονία στηλιτεύεται ως θρησκεία.
Κλείνοντες το θέμα περί μασονίας, παρατηρούμε πως κατά τον ισχυρισμόν των μασόνων, τουλάχιστον του «κανονικού συστήματος», η μασονία δεν είναι θρησκευτική κίνηση και δεν διαθέτει διεθνείς ιεραρχικές δομές. Αλλά ακόμη κι’ αν αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, το μασονικό οικοδόμημα δεν συμβιβάζεται με τη χριστιανική πίστη.
Κατ’ αρχήν υπογραμμίζεται ότι το τελετουργικό αποτελεί είδος εμπειρίας πνευματικής εμβάθυνσης και προσωπικού «εξευγενισμού», μετατροπής του «λίθου» από την κατάσταση του «ακατέργαστου» σε «κατεργασμένου», δηλαδή της «προσωπικής τελειώσεως». Αλλά αυτός ο δρόμος της μασονίας είναι αντίθετος με τον χριστιανικό.
Η μασονική εμπειρία δεν οδηγεί τον άνθρωπο πέρα από την εμπειρία του εαυτού του ή της κοινωνίας των «αδελφών». Δεν ξεπερνάει την κτιστή πραγματικότητα και εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο. Για τον χριστιανό δεν υπάρχει τελείωση έξω από τη συμμετοχή του στη ζωή του Θεού «εν Χριστώ Ιησού». Η αγιότητα ανήκει στον Χριστό («είς άγιος») και κατ’ επέκταση και σε εκείνους που μετέχουν της ζωής του Χριστού. Είναι αγιότητα «κατά μετοχήν» και όχι ανεξάρτητη από τη χριστιανική πίστη και από το φρόνημα του Χριστού.
Κατά την χριστιανική πίστη δεν μπορεί να υπάρχει αδελφικός σύνδεσμος χωρίς το «Πνεύμα της υιοθεσίας», ούτε ηθική χωρίς δόγματα. Εξάλλου δεν υπάρχει «κοσμοθεωρία των δέκα εντολών», χωρίς τη σύνδεση με την διδασκαλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και προ παντός χωρίς αναφορά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο χριστιανός δεν αποβλέπει στην «πνευματική ζωή» ως αποτέλεσμα ανθρωπίνων προσπαθειών, αλλά στην αγιοπνευματική ζωή, που είναι δώρο του Θεού.
Με το άγιο βάπτισμα προσλαμβάνεται ο πιστός στο Σώμα του Χριστού και γίνεται «είς εν Χριστώ» με όλα τα άλλα μέλη του ίδιου Σώματος· γίνεται «μέλος εκ μέρους». Δεν μπορεί να δεχθεί τη μασονική μύηση και την αντίληψη πως αυτή τον οδηγεί πέρα από το χώρο του «βέβηλου» και τον καθιστά πνευματικό αδελφό με τον πιστό του Ισλάμ ή όποιας θρησκείας.
Εμείς οι χριστιανοί πιστεύουμε πως γινόμαστε παιδιά του Θεού μόνο όταν λάβουμε το πνεύμα της υιοθεσίας, διά του οποίου εντασσόμαστε στο Σώμα του Χριστού με το άγιο βάπτισμα (Γαλ. γ’ 26). Μόνο τότε γινόμαστε «κατ’ επαγγελίαν κληρονόμοι»· το Άγιο Πνεύμα, που ονομάζεται και «Πνεύμα Χριστού», «συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Ρωμ. η’ 17). Το να αξιολογήσει κανείς τη μασονική μύηση πάνω από το χριστιανικό βάπτισμα, αποτελεί βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος.
Η μασονία δεν συνδέει τις ηθικές αξίες, τις οποίες κηρύττει με μία συγκεκριμένη πίστη σε Θεό. Η περί Θεού εικόνα («Μέγας Αρχιτέκτων του Σύμπαντος») προσδιορίζεται εντελώς υποκειμενικά, από τον καθένα μασόνο, ανάλογα με τις προσωπικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η κατανόηση του ανθρώπου και της ζωής, όπως άλλωστε και η περί Θεού αντίληψη, ξεπερνούν τα όρια μιας συγκεκριμένης πίστης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η χριστιανική πίστη σχετικοποιείται και εξισώνεται αξιολογικά με την πίστη του Ισλάμ, με το βουδδισμό κ.ο.κ. Όποιος ζει «σωστά», λογίζεται και «σωστός» απέναντι στο Θεό.
Η θέση αυτή δεν ταυτίζεται με την διδασκαλία της χριστιανικής αγίας Γραφής και με την πίστη στον Τριαδικό Θεό. Εδώ η χριστιανική Βίβλος δεν είναι πλέον η μοναδική Θεία αποκάλυψη· εναλάσσεται με το Κοράνι, τις Βέδες κ.ο.κ. Είναι «ένα» από τα πολλά «ιερά βιβλία»! Η χριστιανική πίστη δέν είναι η μόνη και βεβαία οδός σωτηρίας, αλλά μία από τις πολλές «ατραπούς». Όλες οι θρησκείες οδηγούν «στον ίδιο σκοπό». Μ’ αυτό τον τρόπο τα είδωλα γίνονται αντανάκλαση της «μιας θεότητας», του «Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος», ο οποίος είναι «ανοικτός» για όλες τις θεότητες. Εδώ πλέον δεν ισχύει η φράση, που αναφέρεται στον Ιησού Χριστό: «εν αυτώ κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς». Ο απόστολος το υπογράμμισε αυτό για να προφυλάξει τους πιστούς από την ψευδή σοφία. Γι’ αυτό και αναφέρει προηγουμένως: «Προσέχετε μήπως σας παρασύρει κανείς με τη φιλοσοφία και με κούφια απατηλά πράγματα, κατά την παράδοση των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και όχι κατά Χριστόν» (Κολ. β’ 8-9).
Απ’ όσα αναφέρωμε γίνεται σαφές ότι η Μασονία είναι ασυμβίβαστη με τη Χριστιανική πίστη και την ιδιότητα του Ορθοδόξου Χριστιανού. Ιδιαίτερα επισημαίνουμε τον κίνδυνο διαβρώσεως του ποιμαντικού έργου και ακυρώσεις του μηνύματος του Ευαγγελίου και της εν Χριστώ ελπίδος.
Η Μασονία όπως και άλλες αποκρυφιστικές ομάδες εγκαταλείπουν τον άνθρωπο εντελώς μόνο, στην προσπάθειά του να βρει το αληθινό νόημα της ζωής και να το πραγματώσει. Αυτό είναι δυνατόν μόνον διά της θείας χάριτος, διά της δωρεάς τοΰ Χριστού. Ο λόγος του Κυρίου «ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν. ιδ’ 6) βρίσκει εδώ πλήρη εφαρμογή.