Φωτογραφία: Πίνακας της Ντιάνας Αντωνακάτου με θέμα την πλατεία Συντάγματος στο Ναύπλιο
Παντρεύτηκα στα δεκαπέντε μου ένα πολύ ωραίο παιδί που ερχόταν στη ταβέρνα του πατέρα μου και μ’ έβλεπε και μ’ αγάπησε. Κι εγώ τον αγάπησα αλλά οι γονείς του ήταν πλούσιοι, χτηματίες, δεν με ήθελαν γιατί ήμουν φτωχή και προσφυγοπούλα. Έτσι με έκλεψε και πήγαμε σ’ ένα χωριό εκεί στην Τρίπολη και παντρευτήκαμε και μετά ήρθαμε πίσω στο Ναύπλιο στο Συνοικισμό και ζούσαμε μαζί με τον πατέρα μου.
Ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας, Είχε έρθει αργότερα από την Μικρασιατική καταστροφή στη Πελοπόννησο. Ήταν μάγειρας, μάλιστα είχε δουλέψει στο Πατριαρχείο, στο Φανάρι. Μεγάλη τιμή να μαγειρεύει για τον Πατριάρχη. Μετά ήρθε στο Λεβίδι μόνος του γιατί η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει. Εκεί έζησε δυο τρία χρόνια και γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, τη μητέρα μου, που ήταν χήρα πολέμου, του ’40. Έκαναν τρία παιδιά και τρία εμείς, έξη.
Στο Ναύπλιο ήρθαμε, στο Συνοικισμό, το 1938 ή 1939. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι από τα προσφυγικά και άνοιξε ένα μαγειριό. Το παρατσούκλι του πατέρα μου, που καταγόταν από ένα χωριό κοντά στο Τσανά Καλέ της Μικράς Ασίας ήταν Χάβας και ένα διάστημα κρυβόταν από τους Τούρκους. Έκανε και αιχμάλωτος στο Τσανά Καλέ. Το μαγειριό το κράτησε πάνω από δεκαπέντε χρόνια και όλα τα παιδιά βοηθούσαν και η μητέρα μου. Έφτιαχνε καταπληκτικά φαγητά, ντολμάδες, στιφάδο, κοκκινιστά, κεφτέδες, αγκινάρες γεμιστές με κιμά, κουνέλι κ.λ.π. Στο μαγαζί μας είχαμε και όργανα, έπαιζε ο Μανόλας μπουζούκι κι ο Μανόλης Χιώτης με τον αδελφό του. Είχαμε και γραμμόφωνο αλλά και κιθάρες και μαντολίνο, στο βιολί δε ήταν ο Σίμος, μεγάλος δεξιοτέχνης.
Η οικογένεια του άντρα μου είχε μεγάλη κτηματική περιουσία: ελαιοτριβείο, πορτοκάλια κ.λ.π. έξω από το Ναύπλιο. Οι γονείς του τον είχαν αποκληρώσει κι έτσι βοήθαγε κι αυτός στη ταβέρνα κι η αγάπη μου αναπλήρωνε τα λεφτά.
Μόλις παντρεύτηκα, αρρώστησα. Τρία χρόνια έμεινα στο κρεββάτι. Έγινα πετσί και κόκκαλο. Οι γειτόνισσες μου είπαν ότι μάλλον θα μου ‘χαν κάνει μάγια. Οι γιατροί δεν έβρισκαν τι είχα.
Αυτό το βρήκε ένας μάγος από την Αθήνα, ο οποίος ταξίδευε σ’ όλη τη χώρα. Στο Ναύπλιο ήταν φυλακισμένος στην Ακροναυπλία και αφού έκανε την ποινή του, βγήκε.
Πρέπει να σας πω ότι στη γειτονιά μας υπήρχε μια γυναίκα που πέθανε εκατό χρονών κι έκανε μάγια. Σ΄ αυτήν είχε πάει η αδελφή του άντρα μου, η κουνιάδα μου, αποκαλώντας με «παλιοπροσφυγίνα, πόρνη, ξεβράκωτη» και άλλα πολλά.
Καλέσαμε κι εμείς αυτό το μάγο που μόλις είχε βγει από την Ακροναυπλία και όταν κατέβηκε στην πόλη πήγε στο ποδηλατάδικο του Μορούλη και ζήτησε φαϊ. Του είπε ότι είναι μάγος. Ο Μορούλης, που ήξερε την περίπτωσή μου κι ήθελε να με βοηθήσει, του υποσχέθηκε ό,τι ήθελε κι ότι θα τον έβαζε να κοιμάται στο μαγαζί του. Τον έφερε λοιπόν στο σπίτι μας και κλείστηκε μαζί μου στο δωμάτιό μου μ΄ ένα στρογγυλό τραπέζι. Εγώ τώρα δεν βρισκόμουν σε κατάσταση να τον παρακολουθήσω, αλλά οι δικοί μου, περίεργοι, έβαζαν το μάτι στην κλειδαρότρυπα κι έβλεπαν αυτά που θα σας πω.
Αυτό που αντίκρισαν ήταν ανήκουστο: Γύριζε γύρω – γύρω από το τραπέζι, το δε κεφάλι του στριφογύριζε με ταχύτητα μπρος πίσω. Αυτά τα είδε η αδελφή μου και μετά την έδειρε ο άντρας της, για να μην βλέπει.
Αφού τα έκανε αυτά και δεν ξέρω και τι άλλα, γιατί μετά σταμάτησαν να τον παρακολουθούν από τη κλειδαρότρυπα, βγαίνει έξω και λέει: «Θα σκάψουμε μπροστά στα σκαλιά της ταβέρνας». Υπήρχαν εκεί τρία σκαλοπατάκια. Πάνε λοιπόν οι δικοί μου σκάβουν, σπάνε τα σκαλοπάτια και βρίσκουν μέσα ύφασμα από το φόρεμα του γάμου μου, καρφίτσες, σαπούνι και μια κούκλα όλο καρφιά που έλιωνε.
Έτσι έγινα καλά. Σηκώθηκα πάνω, ξαναπήρα το χρώμα μου. Άρχισαν να μου δίνουν ζωμούς, κρέας, αυγά, ξαναγύρισα στη ζωή. Από τότε οι σχέσεις με την οικογένεια του άντρα μου διακόπηκαν τελείως γιατί τι καταλαβαίνουν αυτοί από αγάπη. Μόνο τα λεφτά τους ενδιαφέρουν.
Με τον Αποστόλη ζήσαμε πολύ αγαπημένοι μέχρι που μου πέθανε πρόπερσι σ΄ ένα δυστύχημα αυτοκινητιστικό.. Από τότε η ζωή μου τελείωσε κι εμένα . Ζω, αλλά δεν ζω.. Κι ο μάγος δεν υπάρχει πλέον να μου τον ξαναφέρει πίσω.
_______________________
Από τη συλλογή «Αναζητώντας τη Σαλώμη», Εκδόσεις Στοχαστής, 2010.